Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου

 Τετάρτη, 1

Ολοένα τ αλογα μασούν λευκά σεντόνια κι ολοένα εισχωρούν θριαμβευτικά μέσα στην Απειλή. 


Δρυς, οξιές, βαλανιδιές,ακούω να σέρνονται στη σκέψπη της παλιάς καρότσας όου ρίχθηκα όπως όπως να φύγω. Ξαναπαίζοντας ένα έργο που γυρίστηκε κάποτε στα κρυφά και πάλιωσε χωρίς να το έχει δει κανείς. 


Γρήγορα. Προτού ξεθωριάσουν οι εικόνες. Ή σταματήσουνε άξαφνα κι η ταινία η φθαρμένη κοπεί. 



Τετάρτη, 1β

Κει κατά τα μεσάνυχτα είδα τις πρώτες φωτιές πάνω απ' τα αεροδρόμιο. 


Πιο δω το μαύρο κενό. 


Ύστερα φάνηκε να ρχεται η flora mirabilis ορθή πάνω στο άρμα της και αδειάζοντας απ να πελώριο χωνί λουλούδια. 


Τα θύματα έσκυβαν κι έπαιρναν τη στάση που είχαν πριν χωρίσουν από τη Μητέρα. 


Στο κοτσάνι της νύχτας η σελήνη σπάραζε. 

ΔΕΥΤΕΡΗ

Έβαλα τα βιβλία μου στα ράφια και στη γωνιά μια λυπημένη Αγγελική

Το ποσοστό της ομορφιάς που μου αναλογούσε πάει, το ξόδεψα όλο

Έτσι θέλω να μ’ έβρει ο επόμενος χειμώνας, χωρίς φωτιά, μ’ ένα κουρελιασμένο παντελόνι, ν ανακατεύω άγραφα χαρτιά σαν να οδηγώ την ορχήστρα την εκκωφαντική ενός ανεκλάλητου Παραδείσου

 

Λοξά, επιμήκη μάτια, χείλη, αρώματα σαν από πρώιμο ουρανό μεγάλης θηλυκής γλυκύτητας και θανάσιμου ποτού

Έγειρα με το πλάι – σχεδόν μπατάρισα – μες στους ψαλμούς των χαιρετισμών και την ψύχρα των ανοιχτών κήπων.

Έτοιμος για τα χείριστα.

 

Κει που ανέβαινα το στενό, βρεμένο καλντερίμι, πάνε κάπου τρακόσια χρόνια, ένιωσα ν’ αναρπάζομαι «δια χειρός» Ισχυρού Φίλου και πραγματικά όσο να συνέλθω έβλεπα να μ’ ανεβάζει με τις δύο γιγάντιες φτερούγες του ο Δομήνικος, ψηλά στους ουρανούς του.

Τη φορά τούτη γιομάτους πορτοκαλιές και νερά μιλητικά της πατρίδας.

 

Ξάφνου, με το που άνοιξα ξεχαρβαλωμένα παραθυρόφυλλα, μεγάλωσε η αυλή. Το αλεξίπτωτο που κατέβαινε δεν το βλεπε άλλος κανείς. Μόνο κάτι πρόγονοι μου αγριωποί και ταλαιπωρημένοι παρακολουθούσανε τη σκηνή από την άλλη όχθη και κάθε τόσο ρίχνανε μπαλωθιές στον αέρα

Γέμισε ο τόπος λέξεις ελληνικές ανορθόγραφες, από παλιά προικοσύμφωνα και όρκους Φιλικών. Όπου πήρα να δακρύζω έτσι καθώς είχα δει κάποτε τον πατέρα μου, τον Αύγουστο του ’22.

Ύστερα φάνηκαν από μακριά να ρχονται ο ενωμοτάρχης με τον τοπογράφο της περιοχής κι ευθύς η αυλή ξαναπήρε τις αληθινές της διαστάσεις.

Το τέλος του Μέγα Αλέξανδρου

Δίπλωσε τις τέσσερεις εποχές κι απόμεινε σαν δέντρο που του σώθηκε ο αέρας.

Ανακάθισε ύστερα κι έβαλε ήρεμα στο πλάι του τον γκρεμό.

Από τ’ άλλο μέρος άπλωσε προσεχτικά ένα κομμάτι θάλασσας, όλο ριπές γαλάζιες

Ώρες πέρασαν ώσπου κάποια στιγμή, των γυναικών τα μάτια σκαρδαμύσανε.

Τότε μπήκε η Κερά κι αυτός ξεψύχησε.

Τρίτη

Βρήκα μια μικρή εκκλησία όλο τρεχούμενα νερά και την κρέμασα στον τοίχο. Τα μανουάλια της είναι πήλινα και μοάζουν με τα δάχτυλά μου όταν γράφω. Από το πως αστράφτουν τα τζάμια καταλαβαίνω αν πέρασε άγγελος. Και συχνά κάθομαι τ απογέματα έξω στο πεζούλι και κρατιέμαι στις κακοκαιρίες όπως το γεράνι.

Από μακρυά την είδα να ρχεται καταπάνω μου. Φορούσε παπούτσια πάνινα και προχωρούσε αλαφρή κι ασπρόμαυρη. Ως κι ο σκύλος πίσω της, βουτούσε ως τα μισά μέσα στο μαύρο.

Γέρασα να περιμένω, αλήθεια.

Κι είναι τώρα πολύ αργά για να καταλάβω πως όσο εκείνη προχωρούσε τόσο το κενό μεγάλωνε, κι ότι δεν επρόκειτο να συναντηθούμε ποτέ.

Τετάρτη

Ποιος είναι που βροντάει σε πόρτες και παράθυρα;

Τι να ναι αυτό που λέει και ξαναλέει – τη μια κοντά την άλλη μακριά – ο αέρας ο εγγαστρίμυθος;

Τι θέλει αυτή με τα σχιστά μαλλιά και τα γατίσια μάτια που μου ζωγραφίστηκε στο τζάμι;

Τι είδους μοναξιά να είναι αυτή που πάιζει ο μακρινός ο στρατιώτης στην τρομπέτα του;

Ξημερώματα είναι ή σκοτεινιάζει;

Όπως μετά την εκπυρσοκρότηση, σ’ ένα παρατεταμένο κενό, άρχισε ν’ αναδύεται το παλιό προγονικό τοπίο.

Έλειπε απ’ τη θέση της η γιαγιά και οι δείχτες από το ρολόι του τοίχου.

Στο μέρος όπου είχα πρωτοιδεί την Παναγία (ή τη Μητέρα μου) μύριζε καμμένο πεύκο και συγχώρεση.

Μάνα που σαι να με δεις: όπως γεννήθηκα έφυγα. Παραήμουνα λίγος – άλλωστε ποιος νογάει; - και πολλά τα σερνάμενα τέρατα με τα πλάγια, λιπαρά πόδια.

Έτσι, στο μάκρος μιας ζωής με τόση δυσκολία στημένης δεν έχουνε απομείνει παρά μια μισοκαταστραμμένη πόρτα και πολλές μεγάλες σάπιες ανεμώνες του νερού. Κείθε περνάω και πάω – που ξέρεις; - για μια κοιλιά γλυκύτερη από την πατρίδα.

Πέμπτη

Θα ‘ναι κάποιο από κείνα τα σπίτια στον κισσό

Τα κλειστά κι ακατατοίκητα που λυσε το λουρί

Από τ’ αποτρόπαια γεγονότα μέσα του

Και νιώθεις τώρα ν’ αμολιούνται πάνω σου τα ουρλιάσματα

Κείνες οι πρώτες δαγκωνιές από την εποχή του αδαμ

Τις μασέλες του γερόντα που τολμούσε ακόμη ν’ αγαπάει

Και φυσούσε ακούραστος τις μυστικές φιλύρες του

Κάποια νύχτα ευπαθή του Απρίλη.

Αυτά που πάνε τώρα να σε γονατίσουν

Πάνε πάλι να σε κυλήσουν στα αίματα.

Παρασκευή

Ολοένα σφύριζε ο αέρας κι ολοένα σκοτείνιαζε κι ολοένα έφτανε η μακρυνή φωνή στ’ αυτιά μου «μια ζωή ολόκληρη...», «μια ζωή ολόκληρη...»

Στον αντικρινό τοίχο οι σκιές των δέντρων παίζανε κινηματογράφο.

Παρασκευή 10β Κάπου, φαίνεται, θα διασκεδάζουν Μόλο που δεν υπάρχουν διόλου σπίτια ή άνθρωποι Ακούω κιθάρες κι άλλα γέλια που δεν είναι σιμά Μπορεί και μακρυά πολύ μέσα στων ουρανών τ’ αποκαΐδια Την Ανδρομέδα, την Άρκτο ή την Παρθένο... Άραγες να ‘ναι η μοναξιά σ’ όλους τους κόσμους ίδια; Περασμένα μεσάνυχτα μετακινείται το δωμάτιό μου σ’ όλη τη γειτονιά και φέγγει σαν σμαράγδι. Κάποιος μέσα του ψάχνει – κι η αλήθεια ολοένα του ξεφεύγει. Που να το φανταστεί ότι αυτή βρίσκεται πιο χαμηλά Πολύ πιο χαμηλά Ότι έχει κι ο θάνατος τη δικιά του Ερυθρά Θάλασσα Σάββατο Βγήκα για νέες πληγές Πάνω από τις παλαιές να επιπλέουν σαν νούφαρα {Στην αρχαία εκείνη θάλασσα που εγνώριζα Τώρα θα ‘χει βουλιάξει ο κόσμος Με τα δύο του λοξά κατάρτια έξω απ’ το νερό Κι γώ, σαν να ‘μαι αληθινός, θα γράφω ακόμη).

Σάββατο

Σταματημένος όλη νύχτα μες στον ύπνο

Σαν παλαιό αυτοκίνητο με χαλασμένα φώτα

Έλαχε μες στα σκοτεινά πάλι να πιάσω

Κινήσεις των ανθρώπων τόσο ακατανόητες

Όσο κι εκείνες που βλεπα γύρω μου

Χρόνους και χρόνους μια ολόκληρη ζωή:

«Το μυστήριο της μαυροφόρας» αίφνης ή

«Τον βουβό με την κερένια κούκλα»

«Τις τελευταίες μέρες της Πομπηνίας» εάν όχι

Και σε -πρώτη προβολή- «το φιλί του θανάτου».

Κυριακή

Μνήμη του Μεμά

Κατέβηκα στον περίβολο μες τις τριανταφυλλιές πλάκες, τ’ αγριόχορτα και την πυροστιά στην μέση αναμμένη σαν σε θυσία.

Εντελώς ξαφνικά φάνηκε στον αέρα μια βοϊδοκεφαλή ανθοστόλιστη, που πάλι, μεμιάς εχάθη.

Θα ‘κανε λάθος αιώνα.

Ύστερα φάνηκε το φορτηγό με τα χρειώδη της Μονής κι ο πάτερ Ισίδωρος κρατώντας το πιατέλο με τα κόλλυβα.

Τετάρτη

Προχωρώ μεσ’ από πέτρινα κεριά και γυναίκες που κρατάν μισοφέγγαρα. Ο Θεός λείπει. Αυτός ο κήπος δεν έχει τέλος και κανείς δεν ξέρει τι τον περιμένει.

Κάθε όνομα φέγγει για λίγο μες στα σκοτεινά κι ύστερα σβήνει και χάνεται

Άνοιγε τον αέρα του κήπου κι έβλεπες τα μαλλιά της να φεύγουν αριστερά. Ύστερα μετατοπιζόταν πάνω στο τέμπλο, λυπημένη, κρατώντας στην αγκαλιά της πολλές μικρές άσπρες φλόγες.

Ήταν μια εποχή γεμάτη επαναστάσεις, ξεσηκωμούς, αίματα. Θα ‘λεγες ότι μόνη αυτή συντηρούσε τη διάρκεια των πραγμάτων από μακριά.

Όμως από κοντά ήταν απλώς μια ωραία γυναίκα που μύριζε κήπο.

Ανεβαίνω το μαλακό χώμα της, φτάνω στην κορυφή και δέντω τα μαλλιά της πίσω με κλώνους. 

Ύστερα κάνω το σταυρό μου. 

Τότε χτυπά η καμπάνα και στα βλέφαρά της εμφανίζεται το πρώτο εφετινό δάκρυ. 

Θα μπορούσε να 'ναι κάτι υπέροχο. 

Σάββατο 

Ακόμη βρέχει. Αιωνίως φαίνεται θα βρέχει. Κι αιωνίως θα κυκλοφορώ με μιαν ομπρέλα ψάχνοντας για μια πολίχνη ροζ γεμάτη ωραία υπαίθρια ζαχαροπλαστεία. 

Βάρος της τρυφεράδας του ουρανού

μετά που εβρόντησε και ξεκινά ο σαλίγκαρος 

Κομμάτια σπίτια που επιπλέουν, μπαλκόνια με μπροστά το κοντάρι τους, ο αέρας 

Γεγονός είναι ο θάνατος που επίκειται

φορτωμένος κάτι ευτυχίες παλιές

κι εκείνη την πολύ γνωστή (που λευκάνθηκε στις άγριες ερημιές) απελπισία. 

Κάθομαι ώρες και κοιτάζω το νερό στις πλάκες ώσπου, τέλος, γίνεται πρόσωπο που μου μοιάει και φέγγει απ' όλη την περασμένη μου ζωή. 

Κυριακή

Γαλήνη σαν της Κυριακής που λείπουνε όλοι 

σ' ένα δωμάτιο που του αφαίρεσα τα αισθήματα. 

Πλανιέται κάποια πιθανότητα θανάτου

Υπέροχου με σκαλιστές επάνω στο γυαλί ορχιδέες. 

Βοή σε απόσταση μηνών ακόμη, αλλά 

διακρίνονται ήδη τα ρουθούνια κόκκινα που πολύ

θέλουν ποτέ πια να μην είσαι. 

Φτάνοντας το βαπόρι μεγάλωσε κι έφραξε το λιμάνι. Καμιά κίνηση στα καταστρώματα. Ίσως να μεταφέρει τα καινούρια μεσάνυχτα, συμπαγή και συσκευασμένα. Ίσως και μια μόνο ψυχή, λεπτή σαν καπνό και αναγνωρίσιμη από την οσμή του καμένου. 

Όπως και να ναι, υπάρχουν πολλά ζώα που δεν έσωσε ακόμη να βγουν από την Κιβωτό και δείχνουν αδημονία. Ως και το πλήθος που κατακλύζει το μουράγιο και ρίχενι ανήσυχα βλέμματα, σιγά σιγά συνειδητοποιεί ότι το παν εξαρτάται από μια στιγμή... 

τη στιγμή ακριβώς που μόλις πας να την αδράξεις χάνεται. 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Στάδια εξέλιξης της προσωπικότητας Levinson, McKee

Τι είναι νοείν - Εισαγωγή στη φιλοσοφία - Ι. Θεοδωρακόπουλος

Στωϊκή φιλοσοφία