Απόσπασμα Από το βιβλίο του Κώστα Αξελού - Εκδόσεις Εξάντα
Η Αυτογνωσία, η Ψυχή και το Σώμα
Για τον Ηράκλειτο ο άνθρωπος είναι ένα όλο κι αυτό το όλο είναι απόσπασμα του μεγάλου Όλου. Επειδή το σύνολο της σκέψης του Ηράκλειτου αποτελείται από ολότητες, συναντούμε μέσα σ' αυτήν ολότητες, που επικοινωνούν η μια με την άλλη, στο εσωτερικό του μεγάλου Συνόλου, για το οποίο θα μπορούσαμε να πούμε ότι σχηματίζει ένα κύκλο που η περιφέρειά του συντίθεται από κύκλους. Αυτή την ανθρώπινη ολότητα πρέπει τώρα να εξερευνήσουμε, γιατί ο Κόσμος δεν αποκαλύπτεται παρά μόνο σ' εκείνα τα ανθρώπινα μάτια που ξέρουν να τον κοιτάζουν, κοιτάζοντας τα ίδια τον εαυτό τους ενταγμένο στο κοσμικό γίγνεσθαι. Ο Ηράκλειτος θέλει να διδάξει στον άνθρωπο το λόγο για να τον βοηθήσει να ξανασυνδεθεί με τον κόσμο και με την πόλη, επειδή η ανθρώπινη ζωή ξεδιπλώνεται αναγκαστικά στο εσωτερικό των φυσικών και πολιτικών μορφών, αφού η ίδια η ανθρώπινη ζωή εξαρτιέται απ' αυτό που είναι συμπαντικό. Αυτή τη διάσταση της ηρακλειτικής σκέψης την αποκαλούμε - από έλλειψη καλύτερου χαρακτηρισμού - ανθρωπολογική. Είναι μια διάσταση που δεν υπερέχει από τις άλλες γιατί, όπως και οι άλλες, ξεκινάει από τον ίδιο κεντρικό πυρήνα της σφαιρικής του σκέψης. Στους κόλπους αυτής της ανθρώπινης διάστασης συναντούμε θέματα, ας πούμε, φυσιολογικά, ψυχολογικά και "υπαρξιακά". Όλα αυτά τα θέματα, ταξινομημένα από μας κι όχι απ' τον Ηράκλειτο δεν αποτελούν σε καμιά περίπτωση ειδικούς χώρους, αφού ακόμη κι η ανθρωπολογία δεν είναι ξεχωριστός χώρος.
Αυτό το μη συστηματικό σχεδιάγραμμα μιας πραγματικής συνθετικής "Ανθρωπολογίας" είναι το πρώτο που γίνεται στην ιστορία της σκέψης, αυτό ανοίγει το δρόμο που πρέπει να οδηγεί τον άνθρωπο στην καρδιά του σύμπαντος. Για να το κάνει αυτό ο άνθρωπος πρέπει να συλλάβει τον εαυτό του. Η δυσκολία της ανθρωπολογικής σκέψης, προέρχεται απ' αυτήν ακριβώς την κατάσταση, ο άνθρωπος επειδή είναι άνθρωπος, αναρωτιέται για το ίδιο του το είναι και για το είναι των ομοίων του. Ο άνθρωπος είναι ένα απόσπασμα της Ολότητας. Ναι, αυτός όμως συλλαμβάνει την ολότητα σαν Ολότητα, συλλαμβάνοντας μ' αυτόν τον τρόπο κάθε τι που τον ξεπερνάει.
Άρα λοιπόν, δεν υπάρχει από τη μια ένα υποκείμενο (κινητό ή ακίνητο) κι απ' την άλλη ένα αντικείμενο ή αντικείμενα (κινητά ή ακίνητα). "Υποκείμενα" και "αντικείμενα" περιέχονται στο ποτάμι του συμπαντικού γίγνεσθαι που το νόημά του προσπαθεί να καταλάβει ο άνθρωπος.
Η εξερεύνηση του Είναι του ανθρώπου αρχίζει με την εξερεύνηση του εαυτού του.
"Γύρεψα τον εαυτό μου (απ. 101). Στον πηγαιμό σου δε θα βρεις τα πέρατα της ψυχής, απ' όλους τους δρόμους κι αν περάσεις τόσο βαθύ λόγο περιέχει (απ. 45). Ο λόγος της ψυχής αυξάνει από τον εαυτό του (απ. 115). Το παράγγελμα που έδινε το μαντείο των Δελφών, γνώθι σ' εαυτόν και που αργότερα επανέλαβε ο Σωκράτης, παίρνει εδώ ένα βαθύ νόημα. Το ζήτημα δεν είναι τόσο το να γνωρίσει κανείς τον εαυτό του όσο το να ψάχνει να τον βρει. Και το ψάξιμο γίνεται πάντα με την ελπίδα μιας ανακάλυψης. Η μέθοδος του ψαξίματος, η διαδρομή του, είναι αφηρημένη: με τη σκέψη γυρεύει ο άνθρωπος να συλλάβει τον εαυτό του, κι ο όρος σκέψη έχει ένα συμπαντικό νόημα. Ο σκοπός του ψαξίματος δεν είναι καθόλου η σύλληψη μιας ατομικότητας απομονωμένης απ' τον υπόλοιπο κόσμο. Το ψάξιμο δεν είναι καθόλου ψυχολογικό, αφού ο άνθρωπος είναι ένα οργανικό απόσπασμα του Σύμπαντος. Το εγώ και το Σύμπαν αλληλεξαρτώνται: υπάρχει ένας μυστικός δρόμος που οδηγεί συνεχώς απ΄ το ένα στο άλλο. Η αναζήτηση του εαυτού, αφού δεν είναι αναζήτηση ενός ατομικού ψυχισμού, αποτελεί την προσπάθεια, να συλληφθεί μια διαδικασία στην οποία έχει περιληφθεί και εμπλακεί κι αυτός που αναζητά. Στον Η. δεν υπάρχει κυριολεκτικά μια ψυχολογία. Το πολύ να υπάρχει μια ανθρωπολογία αλλά κι αυτή δεν τοποθετεί τον άνθρωπο στο κέντρο του Κόσμου. Πώς θα μπορούσε λοιπόν η αναζήτηση αυτή να οδηγήσει σε μια τελειωτική γνώση του ανθρώπου; Η αναζήτηση που επαναπαύεται και η ακινησία των αποτελεσμάτων της θα σήμαιναν το θάνατο. Η αναζήτηση είναι συνεχής, όπως είναι συνεχές το συμπαντικό γίγνεσθαι. Ενώ άλλοι απομακρύνονται σχεδόν εσκεμμένα απ' το δρόμο που θα τους έφερνε στο ίδιο το είναι τους και στον κόσμο του είναι, κι άλλοι ξεχνούν, στη διάρκεια της πορείας, που οδηγεί ο δρόμος, ο Ηράκλειτος επιχειρώντας να διανύσει αυτό τον δρόμο, τον δείχνει και στους άλλους.
Αυτό το έργο όμως κάθε άλλο παρά εύκολο είναι. Η εξερεύνηση κι η ανακάλυψη των ορίων της ψυχής αποκαλύπτονται δύσκολες γιατί ο λόγος της ψυχής είναι πολύ βαθύς. Η προσπάθεια ωστόσο δεν είναι αδύνατη, γιατί κι αυτή φωτίζει ο βαθύς λόγος της ψυχής. Η αναζήτηση διατηρεί ακέραιο το νόημά της, ακόμα κι αν το αποτέλσμα μιας οριστικής γνώσης είναι απροσπέλαστο. Η αναζήτηση για το βαθύ λόγο της ψυχής προχωρεί μαζί με την αναζήτηση του λόγου του Σύμπαντος. Βρισκόμαστε μπροστά στη διπλή κι αντιθετική κίνηση: οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν το λόγο (απ. 1) η σκέψη όμως είναι σ' όλους κοινή (απ. 113) δεν μπορούμε ν' ανακαλύψουμε τα σύνορα της ψυχής (απ. 45) όλοι όμως οι άνθρωποι είναι ικανοί να γνωρίσουν τον εαυτό τους και να σκέφτονται σωστά (απ. 116). Αυτή η αντιθετική κίνηση δεν χάνει τη συνοχή της, αν και δεν καταλήγει σε μια συστηματική σύνθεση. Λόγος και ψυχή, μολονότι δεν ανήκουν πρώτα στον άνθρωπο, πρέπει από τον άνθρωπο να συλληφθούν. Ο άνθρωπος πρέπει να συλλάβει τον εαυτό του σαν κάτι που περιέχεται στη συμπαντική κίνηση για να μπορέσει να σκεφτεί σύμφωνα με το λόγο και για να επιχειρήσει να εξερευνήσει την ψυχή του. Η ηρακλειτική σκέψη, όπως κάθε αληθινή σκέψη, θέλει να επισημάνει τα όρια, ωστόσο όλα τα σύνορα μετατοπίζονται και ξεπερνιούνται. Ο λόγος, όντας το ιδιαίτερο γνώρισμα της ψυχής αυξάνει από μόνος του ακατάπαυστα, έτσι, βρίσκεται σε κίνηση, γι' αυτό κι αποτελεί το βαθύ νόημα της ψυχής, που με τη σειρά της φανερώνεται με το γίγνεσθαι του ανθρώπου. Η ψυχή δεν έχει βυθό γιατί η ζωή της είναι ο λόγος κι αυξάνει ακατάπαυστα γιατί τη διασχίζουν η άμπωτις και η φυρονεριά του λόγου. Κάθε στεγανή διάκριση ανάμεσα στην ψυχή και στο λόγο καταργείται, χωρίς μ' αυτό να θεωρούνται ταυτόσημα η ψυχή κι ο λόγος. Ο συμπαντικός και θείος λόγος παίρνει στον άνθρωπο συγκεκριμένο σχήμα, γονιμοποιεί τη σκέψη του κι αποτελεί την αλήθεια της ψυχής του, που είναι κάτι άπειρα μεγαλύτερο από κάθε ατομική οντότητα. Το φως και το σκοτάδι που αντιτίθενται - συντίθενται μέσα στον κόσμο, υπάρχουν και στην ψυχή. Στη φωτεινή, κοινωνική και καταληπτή πλευρά της ψυχής αντιστοιχεί το νυχτερινό και υπόγειο βάθος της. Όπως ο λόγος, έτσι κι αυτή είναι λαμπερή και σκοτεινή, προσφέρεται και αποτραβιέται.
Η ανθρωπολογική αναζήτηση έχει σήμερα την τάση να προσαρτεί τα πάντα στον εαυτό του. Παράλληλα μ' αυτό ο όρος ανθρωπολογία πήρε ένα στενό κι υποτιμητικό νόημα. Στον Ηράκλειτο βρίσκουμε την αυγή της ανθρωπολογικής σκέψης: αυτή η σκέψη κινείται ταυτόχρονα στις διαστάσεις, του λόγου και της ψυχής, του λόγου και του ανθρώπου. Ωστόσο, το σημείο που καταλήγει η ηρακλειτική αναζήτηση δεν είναι η αυτοσυνείδηση. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ερμηνεύσει τον εαυτό του παίρνοντας ως κέντρο τον ίδιο του τον εαυτό. Ο άνθρωπος γυρεύει τον εαυτό του και δεν μπορεί να τον βρει πραγματικά παρά μόνο όταν ξεπεράσει τα όρια του ιδιωτικού του κόσμου. Το ξεπέρασμα αυτό δεν είναι ψυχολογικό. ο Ηράκλειτος μας δίνει μια διπλή συμβουλή: να γυρεύουμε να εξερευνήσουμε τα σκοτεινά βάθη του εαυτού μας συλλαμβάνοντας τον τόσο δύσκολο να συλληφθεί λόγο της ψυχής. Να μην ξεχνάμε ποτέ πως η ψυχή αυτού που ψάχνει αποτελεί ένα απόσπασμα της ολότητας, που κι αυτή υπακούει στο μοναδικό και θείο νόμο του συμπαντικού γίγνεσθαι. Ώστε η ατομική εμπειρία πρέπει να ξεπεραστεί με κατεύθυνση προς τη βάση της, εφόσον δεν τρέφεται από τον εαυτό της, αλλ' απ' ολόκληρο το Σύμπαν.
Ο λόγος είναι αλήθεια της ψυχής. Τι είναι ψυχή και ποια η σχέση της με το σώμα; Όπως μια αράχνη στο κέντρο του ιστού της, μόλις μια μύγα κόβει ένα νήμα του, το παρατηρεί και τρέχει γρήγορα σ' εκείνο το σημείο σαν να στενοχωριόταν για το κομμένο νήμα έτσι κι η ψυχή του ανθρώπου, όταν ένα μέρος του σώματος λαβώνεται, ορμάει προς τα κεί, σαν να είχε δεχτεί η ίδια το πλήγμα απ' τη λαβωματιά του σώματος με το οποίο είναι δεμένη με δεσμά γερά κι ανάλογων διαστάσεων (απ. 67 α). Στα ίδια ποτάμια μπαίνουν συνεχώς άλλα και άλλα νερά κι απ' τα υγρά βγαίνουν οι ψυχές σαν αναθυμιάσεις (απ. 12). Για τις ψυχές θάνατος είναι το να γίνουν νερό, για το νερό θάνατος το να γίνει γη, από τη γη γίνεται νερό κι απ' το νερό ψυχή (απ. 36). Όταν ένας άντρας μεθύσει, οδηγός του γίνεται ένα αμούστακο παιδί, παραπατάει και δεν ξέρει πού πηγαίνει, γιατί έχει υγρή ψυχή. Ξερή ψυχή: σοφότατη και άριστη.
Η ψυχή δεν είναι καθόλου εντοπισμένη σε κάποιο μέρος του σώματος. Κινείται και φανερώνεται εκεί που θίγεται η σωματική ευαισθησία.Είναι ενσωματωμένη στο σώμα με το οποίο είναι δεμένη. Έτσι μοιάζει να αποφεύγεται ο δυισμός της ψυχής και του σώματος. Ο λόγος είναι το νόημα της ψυχής και η ψυχή ζωντανεύει το σώμα. Αφού η ψυχή αυτή κινείται όπως κινείται ένα ποτάμι, μπορεί να συλλάβει κάθετι που βρίσκεται σε κίνηση. Γίνεται ακόμη συσχετισμός της με το νερό και το υγρό που αποτελούν ταυτόχρονα την καταγωγή της και το θάνατό της. Ας απευθυνθούμε, όπως συνηθίζουμε, πρώτα στους σχολιαστές του Ηράκλειτου για να καταλάβουμε καλύτερα ποια ήταν η δική του άποψη πάνω στη φύση της ψυχής, χωρίς ωστόσο να παραλείψουμε να επισημάνουμε τις παραποιήσεις στις οποίες τον υποβάλλουν.
Μέχρι εδώ συναντήσαμε στη σκέψη του Η. "πολλές" μεγάλες σφαίρες. Συναντήσαμε το λόγο, που αποτελεί το νόημα του συμπαντικού γιγνεσθαι, τη φωτιά, που συμμετέχοντας στο λόγο, αποτελεί το εσωτερικό κίνητρο της κοσμικής κίνησης, τη θεότητα, που δεμένη με το λόγο και τη φωτιά, είναι η σοφία του κόσμου, το χρόνο παντοδύναμο και παιδί, την αόρατη αρμονία, που συνενώνει σ' ένα ταιριαστό σύνολο όλα τα αντίθετα, το νόμο, δομή του φυσικού και πολιτικού κόσμου, τη μοίρα, που κρατά τον αναγκαίο και σωστό ρυθμό της ζωής των όντων και των πραγμάτων, τον πόλεμο, που αντιθέτει και ενώνει με βία αντίθετα. Όλες αυτές οι οντότητες φανερώνονται στο εσωτερικό της απόλυτης Ολότητας που περιέχει κάθε τι που υπάρχει, κάθε τι που βρίσκεται σε γίγνεσθαι. Αυτή η Ολότητα που αποτελείται από το σύνολο των σφαιρών είναι ο κόσμος, το μέγα καλοδομημένο σύνολο, και βρίσκεται σε συνεχές γίγνεσθαι. Όλες αυτές οι οντότητες δεν επικοινωνούν μόνο μεταξύ τους, κάνουν κάτι περισσότερο: ενώνονται, αλλά δεν ταυτίζονται, είναι και δεν είναι ταυτόσημες. Η καινούρια οντότητα που μας παρουσιάζεται τώρα είναι η ψυχή. Και η ψυχή είναι, πριν από κάθε τι άλλο, ένας τόπος συμπαντικής σύμπτωσης, μια αρχή δεμένη με τις κυρίαρχες δυνάμεις. Όταν εξατομικεύεται γίνεται ανθρώπινη ψυχή. Η ψυχή μένει δεμένη με το λόγο, τη φωτιά, τη θεότητα και το χρόνο, με την αόρατη αρμονία, το νόμο, τη μοίρα και τον πόλεμο και τη μεταφέρουν τα ρεύματα του ποταμού.
Ο Η. δεν φαίνεται να μίλησε ρητά για την ψυχή του κόσμου, όπως έκαναν αργότερα οι στωικοί, εντούτοις, η ψυχή είναι μέσα στον κόσμο προτού γίνει ανθρώπινη ψυχή. Ποια είναι η σχέση της ψυχής με την υγρασία, σχέση για την οποία μας μιλούν τα πρωτότυπα αποσπάσματα και οι δοξογραφικές μαρτυρίες; Και πώς γεννιέται η ψυχή απ' την αναθυμίαση; Ξέρουμε ήδη ότι μέσα στον Κόσμο η γη μετατρέπεται σε νερό, το νερό σε αέρα, ο αέρας σε φωτιά κι αντίστροφα, αφού "ο δρομος που ανηφορίζει κι ο δρόμος που κατηφορίζει είναι ο ίδιος δρόμος", "το κρύο γίνεται ζεστό, το ζεστό κρύο, το υγρό στεγνό, το στεγνό υγρό". Η φωτιά - κορυφαίο σημείο του κοσμικού γίγνεσθαι, που ακολουθεί το δρόμο που ανεβαίνει - αποτελείται απ' τις καθαρές και λαμπερές αναθυμιάσεις που ανεβαίνουν από τη γη και το νερό (τη θάλασσα). Φυσικά, η φωτιά είναι και η γεννήτρα αυτών ακριβώς των αναθυμιάσεων.
Η ψυχή έρχεται και σε πιο άμεση σχέση με τη φωτιά. ο Αέτιος πάντα βεβαιώνει "Ο Ηρ λέει πως η ψυχή είναι πύρινη". Η ψυχή που ουσία της είναι ο λόγος, επικοινωνεί λοιπόν άμεσα με τη σοφή φωτιά. Η ψυχή βυθίζει τις ρίζες της μέσα στην υγρασία και, ακολουθώντας το δρόμο που ανηφορίζει και με την παρέμβαση των καθαρών αναθυμιάσεων, γίνεται ένα κατασκεύασμα της φωτιάς. Σαν τέτοια, μπορεί να είναι μια σπίθα από αστρική ουσία αφού τα άστρα είναι προιόντα των καθαρών αναθυμιάσεων και περιέχουν τη φωτιά. Ο ήλιος δεν είναι μήπως το πιο φωτεινό και πιο "σοφό" από τα άστρα και κεραυνός δεν εκφράζει τη θεία μεγαλοπρέπεια της σοφής φωτιάς; Η ψυχή, σπίθα από αστρική ίσως ουσία, με την περιπλανώμενη αλήθεια της μοιάζει με τα άστρα που περιπλανιούνται και τα ονομάζουμε πλανήτες.
Τονίζοντας ίσως κάπως υπερβολικά, τη διαφορά που χωρίζει το φυσικό από το μεταφυσικό (ενώ ταυτόχρονα προσπαθούμε να μείνουμε πιστοί στον Ηρ που δε λειτουργεί με παρόμοιες διακρίσεις) θα μπορούσαμε να πούμε πως η συμπαντική ψυχή γεννιέται από το υγρό στοιχείο με τη μεσολάβηση της αναθυμίασης, ενώνεται με τη σοφή φωτιά και με τη θεότητα χάρη στο θείο λόγο που κατοικεί μέσα της κι έπειτα γίνεται ανθρώπινη ψυχή. Από την άλλη, θα μπορούσαμε να πούμε πως ο ατομικός άνθρωπος, δεν παύει να κατακλύζεται συνεχώς από τη σημαντικότητά του, και από βλακεία του αφήνει να τον κατακλύσει το υγρό στοιχείο: ο άνθρωπος αυτός έχει το Θεό στην απέναντί του όχθη. Έτσι, από τη μια μεριά θα είχαμε την ψυχή (συμπαντική κι ανθρώπινη), τη θεότητα, το λόγο και τη φωτιά. Από την άλλη, τα σώματα (φυσικά κι ανθρώπινα), τον άνθρωπο, τη βλακεία και το νερό. Αυτές όμως οι ζευγαρωτές αντιθέσεις, αφού τεθούν, πρέπει έπειτα να ξεπεραστούν εφόσον ο δρόμος που ανηφορίζει κι ο δρόμος που κατηφορίζει είναι ο ίδιος. Αυτές οι αντιθέσεις συνενώνονται επειδή είναι ήδη ενωμένες από την αρχή, δεν αφήνονται να απομονωθούν. Πρόκειται πάλι για τον ίδιο πειρασμό (που μερικές φορές είναι πολύ φυσικός) τον πειρασμό να θέλουμε να δώσουμε μια υπερβολικά φυσική χροιά στα πρωτότυπα αποσπάσματα και στις δοξογραφικές μαρτυρίες, που χρησιμοποιούν τη γλώσσα της φυσικής διαδικασίας, για να τους αντιτάξουν έπειτα μια μεταφυσική αντίληψη του γίγνεσθαι.
[...] Ο Ηράκλειτος δεν εξηγεί το σύμπαν με τον άνθρωπο ούτε τον άνθρωπο με το σύμπαν, για τον απλό λόγο ότι άνθρωπος και σύμπαν δεν υπάρχουν το ένα δίχως το άλλο. Μακρόκοσμος και μικρόκοσμος δεν είναι παρά όψεις του ολικού και μοναδικού κόσμου. Η κοσμολογία, η θεολογία, η λογική, η ψυχολογία, η βιολογία και η ηθική δεν διακρίνονται, κυριολεκτικά, η μια από την άλλη και με κανέναν τρόπο δε συλλαμβάνονται σαν ιδιάζουσες σφαίρες. Επίσης, σε καμιά περίπτωση δεν αποτελούν περιφερειακές οντολογίες που θα απέρρεαν από την κεντρική οντολογία. Τα οντολογικά, αξιολογικά και δεοντολογικά νήματα είναι αξεδιάλυτα συμπλεγμένα.
Ο άνθρωπος είναι μια οργανική ενότητα που έχει ένα σώμα, μια ψυχή και μια σκέψη, κι αυτές οι "τρεις" ενότητες είναι αξεχώριστες. Απ' το σώμα του ανθρώπου (που είναι φτιαγμένο από νερό και χώμα) αναδύεται (συμμετέχοντας πάντα στη συμπαντική ψυχή) η ψυχή του, κατοικία του λόγου. Ο λόγος της ψυχής και η ψυχή η ίδια περιέχονται σ' αυτό το περιέχον για το οποίο μας είχε μιλήσει ο Σέξτος ο Εμπειρικός.
Όταν εξερευνούσαμε την ηρακλειτική σκέψη του λόγου είχαμε επισημάνει τι παραμορφώσεις της αρχικής θεωρίας, παραμορφώσεις που περιέχει το παραπάνω κείμενο. Είναι απίθανο να θεωρούσε ο Η. την αναπνοή ως τη λειτουργία που θα μας συνέδεε με το συμπαντικό περιέχον, που εδώ θα ήταν ο περιβάλλων αέρας. Ο Αναξιμένης, στοχαστής του αέρα, επιφύλαξε για την αναπνοή έναν προνομιούχο ρόλο, ο Η όμως δεν ήταν υποχρεωμένος να τον ακολουθήσει. Τι θα μπορούσαν τότε να είναι αυτά τα παράθυρα που μας φέρνουν σ' επαφή με τον κόσμο που μας περιέχει; Είναι οι πόροι; Ο Αλκμέων ο Κροτωνιάτης, γιατροφιλόσοφος, σκιαγράφησε τη θεωρία των πόρων, ωστόσο δεν μπορούμε με κανένα τρόπο να συλλάβουμε το ρόλο που οι πόροι θα μπορούσαν να παίζουν στον Η. Μήπως είναι τα ρουθούνια; Είδαμε τι γίνεται με την αναπνοή, μένει λοιπόν η όσφρηση. Πράγματι, ο Η. είχε διακηρύξει πως "αν όλα τα όντα γίνονταν καπνός, οι μύτες θα γνώριζαν τις διαφορές". Ωστόσο, οι μύτες, όπως άλλωστε και τα αυτιά, παραμένουν υποταγμένες στα μάτια. Ασφαλώς ο ψυχοπνευματικός οργανισμός του ανθρώπου είναι "παθητικά" δεμένος με τον κόσμο με την αναπνοή, την όσφρηση και την ακοή κι "ενεργητικά" με την όραση. Ο ύπνος μας στερεί την άμεση επαφή με τον κόσμο, μας λέει το κείμενο, άρα, τα παράθυρα δεν μπορούν να είναι παρά μόνο τα μάτια, αυτά τα προνομιούχα ανοίγματα. Τα μάτια είναι παράθυρα που τη νύχτα κλείνουν κι ανοίγουν το πρωί. Επειδή η μέρα είναι προϊόν των φωτεινών αναθυμιάσεων κι η νύχτα των σκοτεινών, καταλαβαίνουμε για ποιο λόγο η κατάσταση της εγρήγορσης βρίσκεται κάτω από την επιρροή της σοφής φωτιάς ενώ ο ύπνος βυθίζει τον άνθρωπο στα σκότη της νύχτας. Ο λόγος της ψυχής παρομοιάζεται κι αυτός με κάρβουνα πυρώνουν όσο πιο κοντά τα φέρνουμε στην ζωοδότρα φωτιά, έτσι κι ο λόγος φωτίζεται όλο και περισσότερο όσο πλησιάζει το περιέχον Όλο που κλείνει μέσα του και τη φωτιά. Παρόμοια, η ατομική ψυχή δεν μπορεί να είναι σοφή παρά μόνο στο βαθμό που επικοινωνεί στενότερα με τη φωτιά της συμπαντικής ψυχής.
Η ψυχή όμως έχει το χάρισμα να εμψυχώνει τα πάντα και να ξεπερνάει τα πάντα. Σαν ψυχή συμπαντική, εμψυχώνει το Όλο που την περιέχει, σαν ψυχή ανθρώπινη, μπορεί να ξεπεράσει την ιδιαιτερότητά της. Έτσι, κατέχει το λόγο, που δεν είναι λόγος ανθρώπινος παρά μόνον όταν συμμετέχει στο συμπαντικό λόγο. Σώμα, ψυχή και σκέψη ενώνονται αρμονικά κι αποτελούν μια αδιαίρετη ολότητα στο εσωτερικό της Ολότητας. Φυσικά, αυτή η αρμονία δεν παύει να συνεπάγεται τις ίδιες της τις αντιφάσεις και τους ανταγωνισμούς της. Ο άνθρωπος, όταν καταπιάνεται ν' αναζητήσει τον εαυτό του, συναντάει αυτό που είναι απεριόριστα μεγαλύτερο απ' την ατομικότητά του: συναντάει δηλαδή την αληθινή ανθρωπιά. Αυτή η ανθρωπιά είναι μια απ' τις εκφάνσεις της συμπαντικότητας και η σύλληψή της συμβουλεύει τον άνθρωπο να ξεπεράσει τη ζωώδη του αμεσότητα. Έτσι, ο άνθρωπος αρχίζει να γυρεύει εκείνες τις μεσιτείες που τον κάνουν απόσπασμα του Σύμπαντος.
Μετά τον Πλάτωνα, η ψυχή του κόσμου θα εμφανιστεί στους στωικούς με μια προοπτική αισθητά διαφορετική από εκείνη του Ηράκλειτου. Για τους στωικούς, η ψυχή του κόσμου είναι μια πραγματικότητα έξοχα φυσιοκρατική, και πάνω απ' αυτή την πραγματικότητα αιωρείται ένας τελεολογισμός της Πρόνοιας. Στους νεοπλατωνικούς έπειτα, το πρόβλημα της ψυχής γίνεται το κεντρικό πρόβλημα και σ' αυτό υποτάσσουν ακόμα και το πρόβλημα του λόγου. Οι όψιμοι στωικοί και οι νεοπλατωνικοί, εξερευνώντας τη σχέση της ανθρώπινης ψυχής με το Σύμπαν, εισάγουν ένα συμφιλιωτικό δυισμό και μιλούν για τη συγγένεια του εσωτερικού και του εξωτερικού, για τη συμπάθεια που υπάρχει ανάμεσα στο μικρόκοσμο και στο μακρόκοσμο.
Οι άλλες μεγάλες θεωρίες της ψυχής, κλασικές και σύγχρονες, προαναγγέλονται, θα λέγαμε, μέσα απ' τα λίγα ανθρωπολογικά αποσπάσματα του Η. που κατά κάποιον τρόπο "προδικάζουν" ενοποιητικά τις μεταγενέστερες δυαδικές ή συνθετικές αναπτύξεις: την καρτεσιανή θεωρία της ένωσης της ψυχής και του σώματος, τη θεωρία του Λάιμπνιτς για την προϋπάρχουσα αρμονία, τη σπινοζική σύλληψη του ψυχοφυσιολογικού παραλληλισμού και τον σχετικισμό τη σύγχρονης ψυχοφυσιολογίας που ανιχνεύει τις ενωτικές δομές. Η σύγχρονη ανθρωπολογία ωστόσο τείνει πάντα προς την ψυχολογία ή τη βιολογία, πράγμα που δεν κάνει ποτέ η ανθρωπολογία του Ηράκλειτου. Τέλος, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε πως η αρχέγονη κι ενωτική σκέψη του Η. τοποθετείται τελεσίδικα πριν από τη θεμελιακή διάκριση των φαινομένων σε φαινόμενα υλικά (ή πραγματικά) και σε φαινόμενα πνευματικά (ή ιδέες). Η σκέψη αυτή προηγείται του Αναξαγόρα, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, του χριστιανικού δόγματος και της σύγχρονης φιλοσοφίας. Ο στοχαστής της Εφέσου δε χωρίζει το είναι και τη σκέψη για να τα ενώσει έπειτα. Σωματικότητα και ψυχισμός δεν αποτελούν δύο χώρους. Στον Η. η ενότητα είναι παρούσα με την ακατάλυτη ολότητά της. Οι άλλοι λειτουργούν μετά το μεγάλο σχίσμα. Έχοντας πίσω μας ένα λίκνο των ονείρων και μπροστά μας ένα κοιμητήρι του, από ποιους δρόμους θα τολμήσουμε να ξεκινήσουμε σήμερα για την πρωτόφαντη κατάκτηση της ενότητας της ολότητας και τι μπορούν από δω και πέρα να σημαίνουν η ίδια η ενότητα κι η ίδια η ολότητα;
ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΖΩΗ - ΜΟΙΡΑ - ΘΑΝΑΤΟΣ
Οι πριν απ' τον Η. διατυπωμένες σκέψεις, καθώς και οι δικές του, που αντιμετωπίζουν την πληγή, εκφέρουν αυτονόητες αλήθειες που αναγνωρίζονται σαν τέτοιες εκείνη την εποχή. Δε θέλουν να κάνουν τον άνθρωπο ν' αρχίσει ν' οδύρεται αλλά ν' αντέξει δείχνοντας κουράγιο και να ζήσει τη ζωή του. Πρόκειται για μια δραματική και τραγική αντίληψη του κόσμου και της ζωής. Δραματική επειδή εκφράζει το βάθος των δραστηριοτήτων και των δράσεων των ανθρώπων, τραγική επειδή από ένα πρίσμα συμπαντικό και βαθαίνει τη ρωγμή και τους σπαραγμούς που υπάρχουν μέσα σε κάθε ολότητα. Κι όπως η τραγική και αρχαική τέχνη του 7ου και του 6ου αιώνα εξατομικεύεται σιγά σιγά δίνοντας βάθος στη μορφή και στο περιεχόμενο της ατομικής μοίρας (που ωστόσο εξακολουθεί πάντα να είναι γερά δεμένη με το συμπαντικό), έτσι κι αυτή η προ-σοφιστική σκέψη δεν έχει μάτια παρά μόνο για κείνο που τοποθετείται στη διάσταση του συμπαντικού. Αυτό είναι ξεχωριστά αληθινό για τον Η. Η σκέψη του αγκαλιάζει την ολότητα της ανθρώπινης ζωής και γίνεται δρομοδείχτης της γενικής πορείας της. Δε θρηνεί που η ροή της ανθρώπινης ύπαρξης δεν έχει επιστροφή, δεν κλαίει για το χάσιμο του απόλυτου, αφού η αναγκαιότητα συντελείται αναπόφευκτα αν και όχι ολωσδιόλου τέλεια. Αντί να χάνει τον καιρό του με τις αθλιότητες της τυραννισμένης υποκειμενικότητας, και χωρίς μάλιστα να την υπολογίζει, ο Η. κοιτάζει, με χαρά και συνάμα με πόνο, το μέγα τραγικό θάμα της αλληλουχίας των γενεών πάνω στη γη. Το αν θεωρεί το θάνατο σαν ανάπαυση, αυτό δεν πρέπει να προκαλέσει μια χριστιανική ερμηνεία. Ο θάνατος δεν είναι άλλο από μια μεταβολή κατάστασης και ξέρουμε ήδη ότι "μεταβάλλον αναπαύεται".
Οι σωκρατικές σχολές και κυρίως οι ελάσσονες φιλόσοφοι, όπως ο Ηγησίας, ο σύμβουλος θανάτου, θα είναι αυτοί που θα δημιουργήσουν μια ψυχολογικά απαισιόδοξη και μελαγχολική στάση. [...] Η ηρακλειτική κρίση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί μελαγχολική, ρομαντική ή απαισιόδοξη, ο ρυθμός της σκέψης του είναι πέρα για πέρα δραματικός και τραγικός, σύμφωνος με τον Κόσμο.
Η ζωή οδηγεί αναπόδραστα στο θάνατο. Το τόξο έχει το όνομα της ζωής αλλά φέρνει το θάνατο. Το ποτάμι της ζωής πηγαίνει τον άνθρωπο στο θάνατο. Τα αντίθετα ενώνονται. Η έγγεια ένωση της ζωής και του θανάτου φανερώνει αυτή την αρμονική και ασύμφωνη ένωση των αντιθέτων που συγκρούονται στη διάρκεια του γίγνεσθαι, που είναι ποτάμι και πόλεμος. Το τόξο είναι ένα πολεμικό και θανατηφόρο παιχνίδι, και το λογοπαίγνιο (βιός-βίος) φέρνει και τη σφραγίδα του θανάτου. Η προοπτική του θανάτου φωτίζει τα σκότη της ζωής. Το τόξο, σύμβολο της αρμονίας των αντιθέτων και πολεμικό όργανο, δεν είναι κι ένα σημάδι του Απόλλωνα, θεού του φωτός; Από τα 130 περίπου αποσπάσματα του η. δεκαπέντε αναφέρονται ρητά στο θάνατο. Με το να μας διδάσκει το λόγο του κόσμου, με το να μας συμφιλιώνει με τη δικαιοσύνη του πολέμου και με το να μας πείθει για την ενότητα των αντιθέτων, ο Η. μας δείχνει ότι φιλοσοφώ σημαίνει μαθαίνω να ζω και να πεθαίνω. Ο άνθρωπος πρέπει να μείνει ατάραχος μπροστά στο αναπόφευκτο και να παραδέχεται τον αναπόφευκτο δρόμο που, σαν δρόμος κυκλικός που είναι, οδηγεί ακατάπαυστα από τη ζωή στο θάνατο και από το θάνατο στη ζωή. Ο άνθρωπος πρέπει να καρφώσει τα μάτια του στο μοιραίο τέρμα του ταξιδιού του, κι ο στοχαστής δεν επιχειρεί να παρηγορήσει τους ανθρώπους αλλά να ξεγυμνώσει την κατάσταση στην οποία βρίσκονται, να γκρεμίσει τις αυταπάτες τους. Το ποτάμι κυλά όπως κυλά η ζωή, και η ζωή είναι αστείρευτη όπως το ποτάμι. Συνεχώς αλλάζει η ζωή και δεν μπορούμε να ξαναζήσουμε για δεύτερη φορά την ίδια στιγμή, γιατί και μεις αλλάζουμε. Στο κινητό αντιστοιχεί το κινητό. Κυλάμε όπως ένα ποτάμι και σβήνουμε όπως σβήνει σιγά - σιγά μια φλόγα, στο κύλισμα του χρόνου που είναι ενότητα του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος. Είμαστε και δεν είμαστε, γιατί η αρνητικότητα, που είναι η ψυχή της διαδικασίας των μεταβολών του κάθε τι που είναι, μας κάνει να είμαστε πάντοτε περαστικοί. Το μυστικό του είναι μας είναι το μέλλον.
Στο κύλισμα αυτού του γίγνεσθαι που είναι ο χρόνος, ο άνθρωπος συνειδητοποιεί με τρόπο ανελέητο πως είναι , δύσκολο να καταπολεμήσει τα πάθη που, σέρνοντας μας προς την ικανοποίηση των επιθυμιών, μας κάνουν να ξεχνάμε ότι δεν είμαστε όντα ιδιαίτερα αλλ' αποσπάσματα μιας ολότητας. Ο αγώνας, ο ανταγωνισμός, δεσπόζει επίσης στην ύπαρξη του ανθρώπου. Η ικανοποίηση του πόθου, η ηδονή, οδηγεί τις ψυχές στο σημείο να γίνουν υγρές. Κι αυτή η υγρή ηδονή είναι ο θάνατος της ψυχής. Γιατί λοιπόν είναι οδυνηρό ν' αγωνίζεται κανείς ενάντια στο θάνατο της ψυχής; Είναι τόσο δύσκολο να καταπολεμήσει κανείς τις επιθυμίες του, επειδή η βία της επιθυμίας (ο θυμός) και η καθαρότητα της ψυχής (ψυχή) βρίσκονται σε σχέση αντίστροφα ανάλογη. Όταν αφήνουμε τις επιθυμίες μας να εκδηλώνονται ελεύθερα, η σοφή και ζωοδότρα φωτιά της ψυχής παραμερίζεται και τη θέση της παίρνει η βλακεία της θνητής υγρασίας. Είναι εύκολο ν' αφήνουμε τις επιθυμίες μας να εκδηλώνονται ελεύθερα. Το οδυνηρό και δύσκολο έργο έγκειται στον αγώνα που κάνουμε ενάντια στα πάθη, γιατί ένα πάθος, ακόμα κι όταν έχει νικηθεί, έχει οδυνηρούς αντίκτυπους στην ψυχή μας. Επιπλέον, είναι κουραστικό ν αγωνίζεται κανείς ενάντια στις ηδονές που σέρνουν την ψυχή προς την υγρασία, δηλαδή προς το θάνατο, γιατί στο βάθος είναι κόπος για την ψυχή ν' αγωνίζεται ακόμα κι ενάντια στις ίδιες τις θανατηφόρες τάσεις της. Ίσως πρέπει ν' αγωνιζόμαστε με το θάνατο στην ψυχή ενάντια στο θάνατο της ψυχής. Η αναλογία θυμού και ψυχής δεν είναι αλγεβρική αλλά δραματική. Ο άνθρωπος είναι εκείνο το πλάσμα που, τοποθετημένο ανάμεσα στο ζώο και στο θεό, έχει να παλέψει μ' όλα τα κακά του κόσμου για να οικοδομήσει ένα ήθος, γιατί οι δυνάμεις που το κινούν επανορθώνουν η μια την άλλην αναγκαία και δίκαια. Η αρνητικότητα (γεννήτρα της άρνησης) βρίσκεται πάντοτε σε λειτουργία κι εμποδίζει τη ζωντανή ύπαρξη να πέσει σε στασιμότητα. Η ολοκληρωτική εκπλήρωση των επιθυμιών τοποθετείται στα όρια του αδύνατου, είναι δηλαδή καταστροφική. Η μεγαλύτερη δυνατή πραγματοποίηση αυτού που μας προστάζουν να κάνουμε τα πάθη και οι πόθοι κηλιδώνουν την ψυχή. Είναι λοιπόν δύσκολο να πολεμήσει κανείς ενάντια στην καρδιά του, γιατί κάθε τι που ποθεί το αγοράζει δίνοντας γι' αντάλλαγμα την ψυχή του και ταυτόχρονα είναι καλύτερα να μην εκπληρώνονται οι επιθυμίες μας. Τόσο η ικανοποίηση της επιθυμίας όσο και η νίκη κατά της επιθυμίας βλάπτουν βαθιά την ψυχή. Ίσως η ακεραιότητα της ψυχής διαφυλάσσεται ακόμα περισσότερο με την ατυχία. Ο αγώνας ενάντια στις ιδιαιτεροποιούσες επιθυμίες, δηλαδή η φωτισμένη μάχη κι όχι η απώθηση των επιθυμιών, επιβάλλεται σαν αναγκαίος και οδυνηρός. Ο άνθρωπος, πλάσμα που κινείται μόνο από τις δικές του ψυχοφυσικές δυνάμεις, μπορεί να επιχειρήσει και να διατηρήσει αυτό τον αγώνα, γνωρίζοντας πως το αρνητικό είναι εκείνο που μας οδηγεί στο θετικό. Ας το επαναλάβουμε ακόμα μια φορά: Ο Ηράκλειτος δεν θέλει με κανένα τρόπο ν' ασκήσει βία πάνω στην ανθρώπινη φύση, στο όνομα της ηθικής ή ακόμα και της πνευματικότητας. Προσπαθεί μονάχα ν' αποκαλύψει στους ανθρώπους αυτό που πραγματικά, αυτό που αληθινά, είναι η ανθρώπινη φύση, μέσα στο γίγνεσθαί της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου