Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2012

Erik Erikson* "Οι οκτώ εποχές του ανθρώπου" Μέρος 1/4

αποσπάσματα από το βιβλίο του "Η παιδική ηλικία και η κοινωνία"


1.       Βασική εμπιστοσύνη ενάντια στη βασική δυσπιστία

Η πρώτη επίδειξη κοινωνικής εμπιστοσύνης στο βρέφος είναι η ευκολία με την οποία τρώει, η βαθύτητα του ύπνου του και η χαλάρωση των εντέρων του. Η εμπειρία μιας αμοιβαίας ρύθμισης των αυξανόμενα δεκτικών του ικανοτήτων με τις μητρικές μεθόδους τροφοδότησης το βοηθά σταδιακά να ισορροπήσει την έλλειψη άνεσης που προξενείται από την ανωριμότητα της ομοιόστασης με την οποία γεννήθηκε. Στις ολοένα αυξανόμενες ώρες της εγρήγορσής του αντιλαμβάνεται ότι όλο και περισσότερες περιπέτειες των αισθήσεών του διεγείρουν ένα αίσθημα οικειότητας, ότι έχουν συμπέσει με ένα αίσθημα εσωτερικής καλοσύνης. Οι διάφορες μορφές άνεσης, και οι άνθρωποι που συνδέονται με αυτές, γίνονται τόσο γνώριμες όσο και η βασανιστική λειτουργία των εντέρων. Το πρώτο κοινωνικό κατόρθωμα του νηπίου λοιπόν, είναι η προθυμότητά του να αφήσει τη μητέρα του να εξαφανιστεί χωρίς υπερβολικό άγχος και οργή – γιατί η μητέρα έχει γίνει εσωτερική βεβαιότητα καθώς και εξωτερικά προβλεπτή. Αυτή η συνέπεια, η συνέχεια και η ομοιότητα (ταυτότητα) εμπειρίας παρέχει κάποια στοιχειώδη αίσθηση ταυτότητας του εγώ που εξαρτάται, πιστεύω, από την αναγνώριση ότι υπάρχει ένας εσωτερικός κόσμος ενθυμούμενων και προσδοκώμενων εντυπώσεων και εικόνων που συσχετίζονται καθαρά με τον εξωτερικό κόσμο οικείων και προβλέψιμων προσώπων και πραγμάτων.

                Αυτό που αποκαλούμε εδώ εμπιστοσύνη συμπίπτει με εκείνο που η Μπένεντεκ αποκάλεσε πεποίθηση. Προτιμώ την λέξη «εμπιστοσύνη» γιατί υπάρχει περισσότερη αφέλεια και αμοιβαιότητα σε αυτή: μπορούμε να πούμε ότι ένα νήπιο εμπιστεύεται ενώ θα ήταν υπερβολικό να λέγαμε ότι έχει πεποίθηση. Η γενική κατάσταση της εμπιστοσύνης, επιπλέον, συνεπάγεται ότι μόνο ότι έχει μάθει κάποιος να βασίζεται στην ομοιότητα και τη συνέχεια των εξωτερικών τροφοδοτών αλλά και ότι μπορεί κανείς να εμπιστευτεί τον ίδιο του τον εαυτό και την ικανότητα των ίδιων των οργάνων του να αντιμετωπίσουν τις ορμές. Επίσης, ότι είναι έτοιμος να θεωρήσει τον εαυτό του αρκετά αξιόπιστο έτσι που τροφοδότες δεν θα έχουν λόγο να είναι σε επιφυλακή για να μην δαγκωθούν.

                Η συνεχής δοκιμή και εξέταση της σχέσης ανάμεσα στο εσωτερικό και εξωτερικό φτάνει στο κρίσιμο σημείο της με την εκδήλωση της λυσσώδους οργής του δηκτικού σταδίου όπου τα δόντια προξενούν πόνο από μέσα και οι εξωτερικοί φίλοι ή αποδεικνύονται ανώφελοι ή αποσύρονται από την μοναδική πράξη που υπόσχεται ανακούφιση: το δάγκωμα. Όχι πως αυτή καθαυτή η οδοντοφυΐα προκαλεί όλες τις φοβερές συνέπειες που της αποδίδουμε ορισμένες φορές. Όπς περιγράψαμε πρωτύτερα, το νήπιο ωθείται ενορμητικά να «αρπάζει» περισσότερο, αλλά μπορεί να ανακαλύψει ότι του διαφεύγουν οι επιθυμητές παρουσίες: η θηλή και το στήθος, και η συγκεντρωμένη προσοχή και φροντίδα της μητέρας. Η οδ φαίνεται πως έχει πρωτοτυπική σημασία και είναι πολύ πιθανό να αποτελεί το υπόδειγμα για την μαζοχιστική τάση να εξασφαλίσει κανείς απάνθρωπη άνεση με την απόλαυση του τραύματός του οποτεδήποτε δεν μπορεί να εμποδίσει μια σημαντική απώλεια.

                Η ψυχανάλυση υποθέτει ότι η πρώιμη διαδικασία διαφοροποίησης ανάμεσα στο εσωτερικό και το εξωτερικό είναι η απαρχή της ενδοβολής και της προβολής που παραμένουν από τους βαθύτερους και πιο επικίνδυνους αμυντικούς μας μηχανισμούς. Με την ενδοβολή αισθανόμαστε και ενεργούμε λες και η εξωτερική καλοσύνη έχει γίνει εσωτερική βεβαιότητα. Με την προβολή βιώνουμε μία εσωτερική βλάβη σαν εξωτερική: αποδίδουμε σε σημαντικούς ανθρώπους το κακό που στην πραγματικότητα βρίσκεται μέσα μας. Αυτοί οι δύο μηχανισμοί, λοιπόν, η προβολή και η ενδοβολή, υποτίθεται πως έχουν διαμορφωθεί με υπόδειγμα ό,τι συμβαίνει στα νήπια όταν θέλουν να εξωτερικεύσουν τον πόνο και να εσωτερικεύσουν την ευχαρίστηση, μια πρόθεση που πρέπει να υποκύψει στην μαρτυρία των αισθήσεων που ωριμάζουν και τελικά στην λογική! Αυτοί οι μηχανισμοί λίγο – πολύ κανονικά αποκαθιστώνται με τις οξείες κρίσεις αγάπης, εμπιστοσύνης και πίστης κατά την ώριμη ηλικία, και μπορούν να χαρακτηρίζουν τις ανορθόλογες τάσεις πάρα πολλών «ώριμων» ατόμων ενάντια στους αντιπάλους και τους εχθρούς.

                Η σταθερή θεμελίωση διαρκών προτύπων για την επίλυση της ψυχοσύγκρουσης της βασικής εμπιστοσύνης ενάντια στη βασική δυσπιστία στην απλή ύπαρξη, είναι το πρώτο καθήκον του εγώ, κι επομένως πρωταρχικό καθήκον της μητρικής φροντίδας. Εδώ ας ξεκαθαρίσουμε κάτι: η ποσότητα εμπιστοσύνης που αντλείται από την αρχική νηπιακή εμπειρία δεν φαίνεται να εξαρτάται από τις απόλυτες ποσότητες τροφής ή από τις εκδηλώσεις αγάπης, αλλά αντίθετα από την ποιότητα της σχέσης με τη μητέρα. Οι μητέρες γεννούν την αίσθηση εμπιστοσύνης στα παιδιά τους με τον κατάλληλο εκείνο χειρισμό που συνδυάζει την ευαίσθητη φροντίδα των ατομικών αναγκών του βρέφους και κάποια σταθερή αίσθηση προσωπικής αξιοπιστίας μέσα στα έμπιστα πλαίσια του τρόπου ζωής του πολιτισμού τους. Αυτό ακριβώς αποτελεί τη βάση για μια αίσθηση ταυτότητας στο παιδί, που αργότερα θα συνδυάσει την αίσθηση ότι είναι «εντάξει», ότι είναι ο εαυτός του, και ότι γίνεται αυτός που οι άλλοι πιστεύουν πως θα γίνει. Υπάρχουν, λοιπόν, (μέσα σε ορισμένα όρια που προηγουμένως περιγράψαμε σαν τα «πρέπει» της παιδικής φροντίδας) ελάχιστες απογοητεύσεις τόσο σ’ αυτό όσο και στα επόμενα στάδια, που δεν θα μπορέσει να αντέξει το αναπτυσσόμενο παιδί, εφόσον αυτή η απογοήτευση οδηγεί στην συνεχώς ανανεωμένη εμπειρία μεγαλύτερης ομοιότητας και ισχυρότερης συνέχειας της ανάπτυξης, προς την τελική συγκρότηση του κύκλου ζωής του ατόμου με κάποια σημαντική ευρύτερη αίσθηση ότι ανήκει κάπου. Οι γονείς δεν πρέπει να διαθέτουν μόνο κάποιους συγκεκριμένους τρόπους καθοδήγησης με την απαγόρευση και την παροχή άδειας, πρέπει να είναι ικανοί και να εκφράζουν στο παιδί μια βαθειά, σχεδόν σωματική πεποίθηση ότι υπάρχει κάποιο νόημα γι’ αυτό που κάνουν. Τελικά, τα παιδιά γίνονται νευρωτικά όχι από τις απογοητεύσεις αλλά από την έλλειψη ή την απώλεια κοινωνικής σημασίας από αυτές τις απογοητεύσεις.

                Αλλά ακόμη και στις πιο ευνοϊκές συνθήκες, το στάδιο αυτό φαίνεται να εισάγει στην ψυχική ζωή (και γίνεται πρωτοτυπικό για) μια αίσθηση εσωτερικού διχασμού και μια καθολική νοσταλγία για κάποιο χαμένο παράδεισο. Ενάντια σ’ αυτόν ακριβώς τον ισχυρό συνδυασμό της αίσθησης ότι το άτομο έχει στερηθεί, έχει διχαστεί κι έχει εγκαταλειφθεί πρέπει να διατηρηθεί σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής η βασική εμπιστοσύνη.

                Κάθε διαδοχικό στάδιο και κρίση διέπεται από ειδική σχέση με ένα από τα βασικά στοιχεία της κοινωνίας, για τον απλό λόγο ότι ο κύκλος της ζωής του ανθρώπου και οι ανθρώπινοι θεσμοί έχουν εξελιχθεί από κοινού. Σ’ αυτό το κεφάλαιο το μόνο που θα κάνουμε είναι ν’ αναφέρουμε ύστερα από την περιγραφή κάθε σταδίου, ποιο βασικό στοιχείο της κοινωνικής οργάνωσης έχει σχέση μαζί του. Η σχέση αυτή είναι διττή: ο άνθρωπος φέρνει σ’ αυτούς τους θεσμούς τα κατάλοιπα της νηπιακής του νοοτροπίας και το νεανικό του ζήλο, και δέχεται – εφόσον κατορθώνουν να διατηρήσουν την πραγματικότητά τους – κάποια ενίσχυση των νηπιακών του κατακτήσεων.

                Η πίστη των γονέων που υποστηρίζει την εμπιστοσύνη που εμφανίζεται στο νεογέννητο επιζήτησε σ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας τη θεσμική της περιφρούρηση (και πολλές φορές ανακάλυψε τον ισχυρότερο εχθρό της) στην οργανωμένη θρησκεία. Η εμπιστοσύνη που γεννιέται από τη φροντίδα είναι, στην ουσία, ο ακρογωνιαίος λίθος της πραγματικότητας μιας δεδομένης θρησκείας. Όλες έχουν κοινή την περιοδική παιδιάστικη παράδοση σε μια Πρόνοια ή πρόνοιες που απονέμουν γήινους θησαυρούς καθώς και πνευματική υγεία, επίδειξη της μικρότητας του ανθρώπου με τη μέθοδο της γονυκλισίας και των ταπεινών χειρονομιών, την παραδοχή με την προσευχή και τους ύμνους των κακών πράξεων, των κακών σκέψεων και των κακών προθέσεων, την ολόθερμη έκκληση για εσωτερική ένωση με τις ιερές εντολές και τελικά τη συναίσθηση ότι η εμπιστοσύνη του ατόμου πρέπει να γίνει κοινή πίστη, η δυσπιστία του ατόμου ένα από κοινού διατυπωμένο κακό, ενώ η αποκατάσταση του ατόμου πρέπει να αποτελεί μέρος της τελετουργικής πρακτικής πολλών και πρέπει να αποτελεί ένδειξη αξιοπιστίας μέσα στην κοινότητα. Περιγράψαμε πώς οι φυλές όταν ασχολούνται με ένα τομέα της φύσης αναπτύσσουν κάποια συλλογική μαγεία που εμφανίζεται να φέρεται στους Υπερφυσικούς προμηθευτές της τροφής και της τύχης σαν να ήταν θυμωμένοι κι έπρεπε να τους κατευνάσουν με την προσευχή και τον αυτοβασανισμό. Οι πρωτόγονες θρησκείες, το πιο πρωτόγονο επίπεδο σε όλες τις θρησκείες και το θρησκευτικό επίπεδο σε κάθε άτομο, περιλαμβάνουν προσπάθειες εξιλέωσης με την οποία προσπαθούν να επανορθώσουν ασαφείς πράξεις ενάντια σε κάποια μήτρα μητέρας και να αποκαταστήσουν την πίστη στην καλοσύνη κάθε απόπειρας του ατόμου και στην καλοσύνη των δυνάμεων του σύμπαντος.

                Κάθε κοινωνία και κάθε εποχή πρέπει να ανακαλύψει τη θεσμοποιημένη μορφή ευλάβειας που αντλεί ζωτικότητα από την εικόνα της για τον κόσμο – από τον προορισμό στην πλήρη αοριστία. Ο γιατρός μπορεί να παρατηρήσει μονάχα ότι υπάρχουν πολλοί που ενώ είναι περήφανοι γιατί δεν έχουν θρησκεία τα παιδιά τους δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς αυτήν. Αφετέρου, υπάρχουν πολλοί που φαίνεται πως αντλούν ζωτική πίστη από την κοινωνική δράση ή τις επιστημονικές επιδιώξεις. Και πάλι, υπάρχουν πολλοί που διακηρύσσουν ότι έχουν πίστη, ενώ στην πράξη δυσπιστούν τόσο για τη ζωή όσο και για τον άνθρωπο.

 

2.       Η αυτονομία ενάντια στη ντροπή και την αμφιβολία

Περιγράφοντας την ανάπτυξη και τις κρίσεις που υφίσταται ο άνθρωπος σαν να ήταν μια σειρά από εναλλακτικές στάσεις όπως η εμπιστοσύνη έναντι στη δυσπιστία, καταφεύγουμε στον όρο αίσθηση, παρόλο που σαν την αίσθηση υγείας ή σαν την αίσθηση μη υγείας οι αισθήσεις αυτού του είδους διαπερνούν την επιφάνεια και το βάθος, τη συνείδηση και το ασυνείδητο. Είναι λοιπόν ταυτόχρονα τρόποι εμπειρίας επιδεκτικοί σε ενδοσκόπηση, τρόποι συμπεριφοράς, που είναι δυνατόν να παρατηρηθούν από τους άλλους και ασυνείδητες εσωτερικές καταστάσεις που είναι δυνατόν να προσδιοριστούν με τεστ και ανάλυση. Καθώς θα προχωρήσουμε παρακάτω είναι σημαντικό να έχουμε υπόψη αυτές τις τρεις διαστάσεις.

Η μυική ωρίμανση προετοιμάζει το έδαφος για τον πειραματισμό με δύο ταυτόχρονα σύνολα κοινωνικών ιδιοτήτων: «κρατώ» και «αφήνω». Όπως συμβαίνει με όλες αυτές τις ιδιότητες, οι βασικές συγκρούσεις τους μπορούν να καταλήξουν ή σε εχθρικές ή σε αγαθές προσδοκίες και στάσεις. Το «κρατώ» λοιπόν μπορεί να γίνει μια καταστροφική και σκληρή διατήρηση και συγκράτηση και μπορεί να μετατραπεί σε πρότυπο φροντίδας: έχω και συγκρατώ. Το «αφήνω» μπορεί κι αυτό να μετατραπεί σε εχθρική ελευθέρωση καταστροφικών δυνάμεων ή μπορεί να γίνει μια τάση χαλαρώματος: «ας περάσει κι αυτό» και «έστω έτσι όπως είναι».

Επομένως, ο εξωτερικός έλεγχος σ’ αυτό το στάδιο πρέπει να είναι σταθερά καθησυχαστικός. Το νήπιο πρέπει να αισθάνεται ότι η βασική πίστη στην ύπαρξη που είναι ο μόνιμος θησαυρός που διασώθηκε από τη λυσσαλέα οργή του στοματικού σταδίου δεν θα κινδυνεύσει απ’ αυτό το ανολοκλήρωτο πρόσωπό του, απ την ξαφνική βίαια επιθυμία να μπορεί να διαλέγει, να οικειοποιείται απαιτητικά και να εκκενώνει με πείσμα. Η σταθερότητα πρέπει να τον προστατέψει από τη δυνητική αναρχία της μη διαπαιδαγωγημένης ακόμη αίσθησης διάκρισης που το χαρακτηρίζει, δηλαδή από την ανικανότητα του να κρατάει και να αφήνει με σύνεση. Μια και το περιβάλλον του το ενθαρρύνει να «σταθεί στα ίδια του τα πόδια» πρέπει να το προστατέψει από τις χωρίς νόημα και αυθαίρετες εμπειρίες της ντροπής και της πρώιμης αμφιβολίας.

Ο δεύτερος κίνδυνος είναι αυτός που γνωρίζουμε καλύτερα. Γιατί αν αρνηθούμε την σταδιακή και καλά καθοδηγημένη εμπειρία της αυτονομίας της ελεύθερης εκλογής (ή αν πράγματι έχει εξασθενήσει από κάποια αρχική απώλεια εμπιστοσύνης) το παιδί θα στρέψει ενάντια στον εαυτό του όλη του την ορμή να διακρίνει και να χειρίζεται. Θα χειριστεί υπερβολικά τον εαυτό του και θα αναπτύξει πρόωρη συνείδηση. Αντί να παίρνει τα αντικείμενα για να τα δοκιμάσει με σκόπιμη επανάληψη, καταλήγει να ιδεοψυχαναγκάζεται από την ίδια του την επαναληπτικότητα. Με τέτοιο ιδεοψυχαναγκασμό θα μάθει να ανακτά το περιβάλλον και να αποκτά ισχύ με πεισματικό και λεπτομερή έλεγχο, εκεί που δεν μπορούσε να βρει ευρείας κλίμακας αμοιβαία ρύθμιση. Μια νίκη σαν κι αυτήν εντελώς κενή, είναι το νηπιακό μοντέλο για την ψυχαναγκαστική νεύρωση. Είναι επίσης η νηπιακή πηγή για μετέπειτα, κατά την ενήλικη ζωή, απόπειρες διακυβέρνησης μάλλον κατά γράμμα παρά σύμφωνα με το πνεύμα.

Η ντροπή είναι ένα συναίσθημα που δεν έχει μελετηθεί αρκετά γιατί στον πολιτισμό μας απορροφάται πρώιμα αλλά και εύκολα από την ενοχή. Η ντροπή προυποθέτει ότι κάποιος είναι απόλυτα εκτεθειμένος και ότι έχει συνείδηση του γεγονότος ότι ον βλέπουν: με μια λέξη, είναι ντροπαλός. Είναι ορατός και όμως δεν είναι ακόμη έτοιμος για να είναι ορατός, πράγμα που εξηγεί γιατί ονειρευόμαστε τη ντροπή σαν μια κατάσταση που μας κοιτάνε όταν είμαστε μισοντυμένοι, όταν φοράμε νυχτικό. Η ντροπή εκφράζεται στην αρχή με την παρόρμηση να κρύψουμε το πρόσωπό μας ή να βουλιάξουμε εκείνη τη στιγμή και σε κείνο το σημείο μέσα στη γη. Πράγμα που κατά τη γνώμη μου όμως δεν είναι παρά οργή που έχει στραφεί ενάντια στον εαυτό μας. Αυτός που ντρέπεται θα ήθελε να αναγκάσει τον κόσμο να μη τον κοιτάζει, να μην παρατηρεί την αποκάλυψή του. Θα ήθελε να καταστρέψει τα μάτια του κόσμου. Σ’ αντίθετη περίπτωση πρέπει να εύχεται να είναι αόρατος. Αυτή η δυνατότητα χρησιμοποιείται πολύ στην εκπαιδευτική μέθοδο του «ντροπιάσματος» που εφαρμόζουν με τόσο αποκλειστικό τρόπο ορισμένοι πρωτόγονοι λαοί. Η οπτική ντροπή έρχεται πριν από την ακουστική ενοχή, που είναι η αίσθηση του κακού που πρέπει κανείς να την έχει εντελώς από μόνος του όταν δεν βλέπει κανένας και όλα είναι ήσυχα – εκτός από τη φωνή του υπερεγώ. Αυτό το ντρόπιασμα εκμεταλλεύεται την αυξανόμενη αίσθηση της μικρότητας που μπορεί να αναπτυχθεί μόνο καθώς το παιδί αρχίζει να στέκεται και καθώς η αυξανόμενη γνώση του του επιτρέπει να παρατηρεί τα σχετικά μέτρα μεγέθους και δύναμης.

Το υπερβολικό ντρόπιασμα δεν οδηγεί στη γνήσια ευπρέπεια αλλά σε μια κρυφή απόφαση να προσπαθήσει κανείς να ξεφύγει, χωρίς να τον δουν – αν, βέβαια, δεν καταλήξει σε προκλητική αδιαντροπιά. … πολλά μικρά παιδιά, όταν ντροπιαστούν περισσότερο απ’ όσο μπορούν να αντέξουν, ενδέχεται να έχουν τη χρόνια ψυχική διάθεση (παρόλο που δεν διαθέτουν ούτε το κουράγιο ούτε τις λέξεις) να εκφράσουν την προκλητική τους περιφρόνηση με παρόμοιο τρόπο. Εκείνο που εννοώ με αυτή τη δυσοίωνη παρατήρηση είναι ότι υπάρχει ένα όριο στην αντοχή του παιδιού και του ενήλικου όταν απαιτούν να θεωρεί τον εαυτό του, το σώμα του και τις επιθυμίες του κακά και βρώμικα πράγματα, και επίσης πως υπάρχει ένα όριο όσον αφορά την πίστη του για το αλάνθαστο όλων αυτών που εκφράζουν αυτές τις κρίσεις.

Η αμφιβολία είναι αδελφή της ντροπής. Ενώ η ντροπή εξαρτάται από την συνείδηση ότι είναι κανείς ευθύς, τίμιος και εκτεθειμένος, η αμφιβολία, καταλήγω να πιστεύω ύστερα από τις κλινικές παρατηρήσεις μου, έχει άμεση σχέση με τη συνείδηση ότι άτομο έχει ένα μπρος και ένα πίσω και ιδιαίτερα έχει «οπίσθια». Γιατί αυτή η αντίστροφη περιοχή του σώματος, με την επιθετική και λιμπιντική της συγκέντρωση στους σφιγκτήρες και τους γλουτούς, δεν είναι δυνατόν να είναι θεατή για το παιδί και παρόλα αυτά μπορεί να κυριαρχηθεί από τη θέληση των άλλων. Τα οπίσθια είναι η σκοτεινή ήπειρος του μικρού όντος, μια περιοχή του σώματος που μπορεί να κυριαρχηθεί μαγικά και να καταπατηθεί αποτελεσματικά από αυτούς που επιτίθενται ενάντια στη δύναμη αυτονομίας του και που χαρακτηρίζουν σαν κακά εκείνα τα π των εντέρων που τα ένιωθε μια χαρά όταν τα απέβαλλε. Αυτή η βασική αίσθηση αμφιβολίας για οτιδήποτε αφήνει κανείς πίσω του αποτελεί ένα υπόστρωμα για τις μεταγενέστερες και πιο προφορικές μορφές ψυχαναγκαστικής αμφιβολίας, πράγμα που εκφράζεται από τους ενήλικους με παρανοϊκούς φόβους που αφορούν κρυμμένους διώκτες και μυστικές καταδιώξεις, που απειλούν από πίσω. Το στάδιο αυτό επομένως, είναι κρίσιμο για την αναλογία αγάπης και μίσους, συνεργασίας και ισχυρογνωμοσύνης, ελευθερίας και αυτό – έκφρασης και καταστολής της. Από μια αίσθηση αυτοελέγχου χωρίς απώλεια της αυτοεκτίμησης πηγάζει μια διαρκής αίσθηση καλής πρόθεσης και περηφάνειας, από μια αίσθηση απώλειας του αυτοελέγχου και τους ξένου υπερβολικού ελέγχου πηγάζει μια διαρκής τάση για αμφιβολία και ντροπή.

Αν οι «αρνητικές» δυνατότητες των σταδίων αυτών φαίνονται υπερβολικά τονισμένες σε ορισμένους αναγνώστες πρέπει να τους θυμίσουμε πως όλα αυτά δεν είναι απλώς και μόνο αποτέλεσμα ενασχόλησης μας με κλινικά στοιχεία. Οι ενήλικοι και μάλιστα οι φαινομενικά ώριμοι και μη νευρωτικοί παρουσιάζουν ευαισθησία όσον αφορά κάποια πιθανή επαίσχυντη «απώλεια της υπόληψης» και φόβο μήπως δεχτούν επίθεση «από πίσω» πράγμα που δεν είναι μόνο καθαρά ανορθόλογο και αντίθετο με τη γνώση που τους διατίθεται, αλλά μπορεί να έχει και μοιραίες συνέπειες αν τα σχετικά συναισθήματα επηρεάσουν, λόγουχάρη, τη διαφυλετική και τη διεθνή πολιτική.
 … … Η αίσθηση της δικαιωματικής αξιοπρέπειας και της νομιμόφρονης ανεξαρτησίας από μέρους των ενηλίκων που το περιβάλλουν παρέχει στο καλοπροαίρετο παιδί τη βέβαιη προσδοκία ότι η αυτονομία που υποθάλπεται στην παιδική ηλικία δεν θα το οδηγήσει σε άπρεπη αμφιβολία ή ντροπή στη μετέπειτα ζωή του. Επομένως η αίσθηση της αυτονομίας που υποθάλπεται στο παιδί και τροποποιείται όσο προχωρεί η ζωή, εξυπηρετεί τη διαφύλαξη μιας αίσθησης δικαιοσύνης στην οικονομική και πολιτική ζωή.

* Ο Έρικ Έρικσον γεννήθηκε στη Γερμανία από Δανούς γονείς. Θεωρείται από τις ηγετικές φυσιογνωμίες στον τομέα της ψυχανάλυσης και της ανάπτυξης του ανθρώπου. η κλινική του πρακτική περιλαμβάνει τη θεραπεία παιδιών. έχει μελετήσει τη διαδικασία ανάπτυξης σε ποικιλόμορφες πολιτιστικές και κοινωνικές συνθήκες και διδάσκει ψυχανάλυση εδώ και πάρα πολλά χρόνια. έχει συμμετάσχει στις έρευνες της Ψυχολογικής Κλινικής του Harvard, του Ινστιτούτου Ανθρώπινων Σχέσεων του Yale κλπ από το 1960 είναι καθηγητής της ανθρώπινης ανάπτυξης και λέκτορας Ψυχιατρικής του Harvard.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου