Ενώ καταλαγιάζει σταδιακά στη μνήμη μας ο απόηχος του 23ου Παγκόσμιου
Συνεδρίου Φιλοσοφίας, διάχυτη είναι η ικανοποίηση λόγω του ότι, εκτός
των άλλων θετικών πλευρών του, που θα καταγραφούν και θα αξιολογηθούν εν
καιρώ[1], οι εργασίες του απέκτησαν αναπόφευκτα συμβολικό χαρακτήρα.
Σηματοδότησαν, σύμφωνα με μια μερίδα του τύπου, την επιστροφή της
Φιλοσοφίας στην πατρίδα της, την Ελλάδα, και ειδικότερα την Αθήνα. Με
αφετηρία, λοιπόν, αυτό το συμβολισμό διατυπώνουμε αμέσως ένα ερώτημα το
οποίο ανακύπτει φυσικά και αβίαστα: πώς αιτιολογείται και πώς
τεκμηριώνεται αυτή η επιστροφή; Με άλλα λόγια, πώς αποδεικνύεται ότι
γενέτειρα της Φιλοσοφίας είναι η Ελλάδα και ειδικότερα η Αθήνα;
Η απάντηση στο ερώτημα επιβάλλει μια γενικότερη και όσο το δυνατόν περισσότερο συνοπτική θεώρηση της Φιλοσοφίας και των ιστορικών πρωταρχών της. Όπως είχε ήδη επισημανθεί από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, έμφυτη στον άνθρωπο είναι η τάση να γνωρίσει τον κόσμο μέσα στον οποίο έχει ριχτεί και, όταν δυσκολεύεται να την ικανοποιήσει, θαυμάζει και απορεί [2].Κατά τα πρώτα στάδια της πολιτιστικής εξέλιξής του ο άνθρωπος χαρακτηρίζεται από ένα είδος εξωλογικής σκέψης, σύμφωνα με την οποία η φύση και το υπερφυσικό στοιχείο συγχέονται, ενώ δυνάμεις κρυφές και άγνωστες στον αμύητο δρουν και επηρεάζουν τα πάντα. Στην προσπάθειά της, λοιπόν, να δώσει απάντηση στις απορίες της, η εξωλογική αυτή σκέψη προσφεύγει στο μύθο, που συνιστά μια απλοϊκή αλλά ιστορικά καταξιωμένη απόπειρα ερμηνείας του κόσμου. Μυθικές είναι οι αφηγήσεις που περιέχονται στα ομηρικά έπη και στη Θεογονία του Ησιόδου, οι οποίες, αντί να εξηγήσουν τη σύσταση και τη λειτουργία του κόσμου, περιγράφουν την προέλευσή του και τον τρόπο με τον οποίο έχει ιεραρχηθεί[3].
Καθώς ο μύθος παρακμάζει σταδιακά για να παραχωρήσει ολοένα και περισσότερο τη θέση του στο λόγο, η Φιλοσοφία εκτοπίζει την εξωλογική σκέψη και εμφανίζεται αρχικά ως κοσμολογία. Η κοσμολογία, δηλαδή η πρώτη απόπειρα της Φιλοσοφίας να ερμηνεύσει τον κόσμο λογικά, εμφανίζεται σιγά σιγά στο ιστορικό προσκήνιο και υποκαθιστά τους θεογονικούς μύθους, αφομοιώνοντας, όμως, και αξιοποιώντας δημιουργικά τα κύρια στοιχεία τους. Τόπος γεννήσεως της Φιλοσοφίας είναι οι εστίες του ελληνισμού στην Ιωνία, και οι ελληνικές αποικίες της Κάτω Ιταλίας και γλώσσα της είναι η ελληνική. Κατά τον Χάιντεγκερ, «Η ελληνική γλώσσα και μόνο αυτή είναι λόγος»[4]. Κοσμολόγοι είναι οι πρώτοι Έλληνες φιλόσοφοι, οι λεγόμενοι Προσωκρατικοί Φιλόσοφοι, όπως ο Θαλής, ο Αναξαγόρας, ο Αναξιμένης, ο Ηράκλειτος, ο Ξενοφάνης, ο Πυθαγόρας, ο Παρμενίδης, ο Ζήνων ο Ελεάτης, ο Εμπεδοκλής, ο Δημόκριτος και άλλοι[5]. Όλοι αυτοί λειτουργούν ως καθολικοί σοφοί, οι οποίοι, στην προσπάθειά τους να αγκαλιάσουν γνωστικά και να ερμηνεύσουν λογικά τον κόσμο και τη ζωή, αντικαθιστούν τις μυθικές μορφές με έννοιες και διαμορφώνουν τη φιλοσοφική ορολογία[6].
Ενώ όμως η Φιλοσοφία περιελάμβανε αρχικά στο πλάτος της όλους τους υπάρχοντας τότε τομείς του επιστητού, από τους μετακλασικούς χρόνους και μετά, λόγω της αύξησης των γνώσεων που επέβαλε την ανάγκη της εξειδίκευσης, οι επιστήμες θα αποτελέσουν η μία μετά την άλλη αυτόνομους γνωστικούς τομείς — διαδικασία που θα επαναληφθεί και θα ολοκληρωθεί με γοργό ρυθμό κατά τους νεότερους χρόνους. Και είναι χαρακτηριστικό το ότι από το 18. ήδη αιώνα ο Καντ είχε παρομοιάσει την αποψιλωμένη από τις επιστήμες Φιλοσοφία με μια σύγχρονη Εκάβη που κλαίει για το θάνατο των παιδιών της[7].
Αν, όμως, η Φιλοσοφία έχασε με τον τρόπο αυτό σε πλάτος και σε αρμοδιότητες, ταυτόχρονα κέρδισε πάρα πολλά σε βάθος και σε γνησιότητα. Εκείνο που της απέμεινε είναι ό,τι ακριβώς τη χαρακτηρίζει, είναι η πεμπτουσία της και η ειδοποιός διαφορά της, δηλαδή ό,τι την κάνει να είναι αυτό που είναι. Οπότε, εδώ, γεννιέται ένα καινούργιο ερώτημα: τι είναι ή, καλύτερα, «τι κάνει» και «πώς λειτουργεί», τελικά, η Φιλοσοφία[8];
Πριν επιχειρήσουμε μια απάντηση, κρίνονται απαραίτητες δύο διευκρινίσεις: α) Δεδομένου ότι ένας αυστηρά λογικός ορισμός της Φιλοσοφίας είναι εξαιρετικά δύσκολος αν όχι εντελώς αδύνατος, ο καλύτερος τρόπος προσέγγισης και κατανόησης της κορυφαίας αυτής πνευματικής επίδοσης είναι η απαρίθμηση των βασικών λειτουργιών της. Και β) οι λειτουργίες που θα αναφερθούν δεν είναι ανεξάρτητες και διακριτές μεταξύ τους, αλλά πολύ συχνά συμπληρώνονται αμοιβαία, τέμνονται και επικαλύπτονται, με αποτέλεσμα να αποτελούν συχνά τις διαφορετικές όψεις μιας και της αυτής λειτουργίας.
Σύμφωνα, λοιπόν, με το θέμα του 23ου Παγκόσμιου Συνεδρίου Φιλοσοφίας, η Φιλοσοφία είναι αναζήτηση και ταυτόχρονα τρόπος ζωής[9]. Ας δούμε περισσότερο αναλυτικά ποιες είναι οι βασικές λειτουργίες που υποδηλώνει ο καθένας από αυτούς τους δύο χαρακτηρισμούς[10]:
Α΄Ως αναζήτηση, η Φιλοσοφία:
1. Δείχνεται δύσπιστη σε κάθε μορφή αυθεντίας και αρνείται οτιδήποτε δε συνοδεύεται από λογικές εξηγήσεις και σωστά θεμελιωμένες αποδείξεις.
2. Δεν ικανοποιείται από έτοιμες απαντήσεις και, παραμερίζοντάς τες, «ξανακάνει κάτι πρόβλημα», δηλαδή ξαναπιάνει ένα ζήτημα και το εξετάζει από την αρχή, έστω και αν είναι γενικώς παραδεκτό ότι αυτό το ζήτημα έχει ήδη αντιμετωπιστεί.
3. Δεν αρκείται στην περιγραφή των φαινομένων, αλλά αναζητεί το σταθερό υπόβαθρο (λογικό ή οντολογικό) που τα συνέχει και τα υποβαστάζει.
4. Δεν περιορίζεται στην επισήμανση των αποτελεσμάτων, αλλά αναζητεί πάντοτε την αιτία που τα προκαλεί – το γενεσιουργό παράγοντα που τα δημιουργεί.
5. Δε στέκεται στο επιμέρους, αλλά στρέφεται προς το καθ’ όλου, το γενικό, στο οποίο το επιμέρους εντάσσεται και από το οποίο δέχεται καθορισμούς.
6. Πριν επιδοθεί στην εξέταση του κάθε συγκεκριμένου θέματος, αναλύει μεθοδικά την αντίστοιχη έννοια, ώστε να είναι σαφές περί τίνος ακριβώς πρόκειται και ποια είναι η ακριβής σημασία των προτάσεων που χρησιμοποιούνται.
7. Αναρωτιέται μονίμως τι είναι, σε τελευταία ανάλυση, κάθε παραδοχή και κάθε πεποίθηση σε τομείς όπως η γνωσιολογία, η ηθική και η αισθητική, καθώς και ποιο είναι το βαθύτερο νόημά της.
8. Στέκεται πέρα και πάνω από τις επιστήμες που αναλύουν τις επιμέρους πτυχές των διαφόρων γνωστικών τομέων και προβαίνει στη σύνθεση των πορισμάτων τους επιδιώκοντας: α) να καταδυθεί ερευνητικά στο βάθος του κάθε τομέα, ώστε να συλλάβει το περιεχόμενό του καθαυτό – στη γενικότητα και την ουσία του˙ και β) να δημιουργήσει σταδιακά μια συνεκτική και σφαιρική εικόνα για τον κόσμο και τη ζωή, που να ικανοποιεί τη θεωρητική έφεση του πνεύματος.
Β΄ Ως τρόπος ζωής, εξάλλου, η Φιλοσοφία:
1. Κάνει τον ίδιο τον άνθρωπο, τον άνθρωπο ως ύπαρξη και συνείδηση, αντικείμενο μιας έρευνας που επικεντρώνεται στην αυτογνωσία με τη βαθύτερη και την υψηλότερη σημασία του όρου[11].
2. Προσανατολίζει τον άνθρωπο στην αναζήτηση του νοήματος της ζωής του και τον μυεί σε μια στοχαστική στάση απέναντι στο μυστήριο του θανάτου[12].
3. Εμπνέει στον άνθρωπο την αίσθηση του σχετικού, μέσω της οποίας τον προστατεύει από το φανατισμό και τη μισαλλοδοξία, τον διδάσκει να αποδέχεται τη διαφωνία και την πολλαπλότητα και τον εξοικειώνει με την ανοχή, τη μετριοπάθεια και τη μετριοφροσύνη,
4. Απαλλάσσει τον άνθρωπο από τον κομφορμισμό και από το πνεύμα της συμβατικότητας και τον οδηγεί σε έναν τρόπο ύπαρξης αυθεντικό, δηλαδή αληθινό, ευρηματικό, πρωτότυπο και αυτόνομο.
5. Φωτίζει τα πνεύματα, ανασηκώνει τις ψυχές, εμπνέει την πίστη στις μεγάλες ανθρώπινες αξίες και προστατεύει τη δημόσια συνείδηση από οτιδήποτε προκαλεί τον αποπροσανατολισμό, τον εφησυχασμό την αποχαύνωση και τη διαφθορά της.
6. Εξασφαλίζει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να αποκτήσει οξεία συνείδηση καταστάσεων, ώστε να αγωνιστεί για να πετύχει τον αυτοπροσδιορισμό του, να κερδίσει την ελευθερία του και να βελτιώσει τις συνθήκες της διαβίωσής του[13].
Η σύντομη και σχηματική αυτή περιπλάνηση στην ιστορία και την ιδιοτυπία της Φιλοσοφίας μάς δίνει τη δυνατότητα να επιχειρήσουμε μια απάντηση «μετά λόγου γνώσεως» στο θεμελιώδες προκαταρκτικό μας ερώτημα. Πώς αιτιολογείται και πώς τεκμηριώνεται η επιστροφή της Φιλοσοφίας στην Ελλάδα με την ευκαιρία του 23ου Παγκόσμιου συνεδρίου Φιλοσοφίας; Και, κυρίως, πώς αποδεικνύεται ότι γενέτειρα της Φιλοσοφίας είναι η Ελλάδα και ειδικότερα η Αθήνα;
Εδώ, λοιπόν, πρέπει να τονιστεί με ιδιαίτερη έμφαση το εξής: αν η Φιλοσοφία ως στροφή στη μελέτη του κόσμου και ως απόπειρα έλλογης ερμηνείας του ανάγει την καταγωγή της, όπως είδαμε, στον ελληνισμό της Ιωνίας και της Κάτω Ιταλίας, η Φιλοσοφία που εκδηλώνεται και λειτουργεί κατά κύριο λόγο ως αναζήτηση και ως τρόπος ζωής, δηλαδή η Φιλοσοφία καθαυτήν, γεννήθηκε στην Αθήνα και πατέρα της έχει το Σωκράτη. Και αυτό, για τους ακόλουθους δύο βασικούς λόγους.
Ο πρώτος είναι ότι η εκδοχή της Φιλοσοφίας την οποία καθιέρωσε και στην οποία επιδόθηκε ο Σωκράτης είναι σε μεγάλο βαθμό ό,τι ακριβώς συνιστά την ιδιαιτερότητα και την ιδιοτυπία της ως κορυφαίας πνευματικής επίδοσης. Ο Σωκράτης, όπως είναι γνωστό, αποστρεφόταν «τις μονολιθικές κοσμογονίες και τους αποπνικτικούς μονισμούς»[14] — εξ ου και η ριζική διαφοροποίησή του από τους Προσωκρατικούς Φιλοσόφους. Αισθανόταν πολύ μεγαλύτερη πνευματική συγγένεια με τους Σοφιστές, που αντιπροσώπευαν το κίνημα του Διαφωτισμού κατά την περίοδο της ακμής της Αθηναϊκής Δημοκρατίας και επιδόθηκαν στην μελέτη θεμάτων, τα οποία σε μεγάλο βαθμό θα υπάγονταν σήμερα στις λεγόμενες «Επιστήμες του Ανθρώπου». Αυτό δεν τον εμπόδισε βέβαια να έρθει σε έντονη αντιπαράθεση μαζί τους και να στηλιτεύσει την τεχνοκρατική νοοτροπία τους, καθώς και την εκ μέρους τους απόρριψη των αντικειμενικών κριτηρίων στο χώρο της επιστήμης και της ηθικής[15]. Με αφετηρία, λοιπόν, τη γνωστή μαρτυρία του Κικέρωνα, σύμφωνα με την οποία ο Σωκράτης μετέφερε τη Φιλοσοφία από τον ουρανό στη γη[16], θα ήταν ίσως ακριβέστερο να ισχυρισθούμε ότι ο Σωκράτης δεν αρκέστηκε να περιμένει πότε θα έρθει το πλήρωμα του χρόνου, ώστε να συντελεστεί από μόνη της η σταδιακή χειραφέτηση των επιμέρους επιστημών. Αντίθετα, ο Σωκράτης προέτρεξε της εποχής του και με δική του πρωτοβουλία επιτάχυνε και επέσπευσε τη διαδικασία της αυτονόμησης χαρακτηρίζοντας τις επιστήμες ανεπιθύμητες στο χώρο της Φιλοσοφίας, δηλαδή «καθαίροντας», κατά κάποιο τρόπο, τη Φιλοσοφία από οτιδήποτε δεν ήταν ακραιφνώς δικό της. Βέβαια, η πρωτοβουλία του Αθηναίου φιλοσόφου να δείξει στις επιστήμες την πόρτα της εξόδου από τη «μητρική εστία» δεν άρεσε καθόλου στον Αύγουστο Κοντ, που ήθελε τη Φιλοσοφία «θεραπαινίδα της επιστήμης» και γι’ αυτό κατηγόρησε το Σωκράτη για «οπισθοδρομικό σκοταδισμό»[17]. Επίσης, η πρωτοβουλία του Σωκράτη δε θα άρεσε καθόλου, κατά πάσα βεβαιότητα, και στους περισσότερους σύγχρονους «φιλοσόφους της επιστήμης», οι οποίοι έχουν μετατρέψει τη Φιλοσοφία σε Θεωρητική Φυσική και σε Ιστορία της Επιστήμης. Αλλά αυτό, είναι ένα άλλο ζήτημα[18]. Πιστεύουμε ότι ο Σωκράτης δεν ήταν απολύτως αρνητικός απέναντι στην επιστήμη καθαυτήν, αλλά μάλλον αγωνίστηκε για να κατοχυρώσει την πνευματική ιδιοπροσωπία της Φιλοσοφίας, πράγμα που προϋπέθετε ότι η ιδρυτική πράξη της τελευταίας έπρεπε οπωσδήποτε να συνταχτεί, έστω και αν αυτό συνοδευόταν αναπόφευκτα από μια επώδυνη –και όχι υποχρεωτικά τελεσίδικη– ρήξη με την επιστήμη.
Οπωσδήποτε, η πνευματική επανάσταση με πρωταγωνιστή τον Αθηναίο Σωκράτη σηματοδοτεί μια καταλυτική τομή στην ιστορία της Φιλοσοφίας. Αρκεί να θυμηθούμε πως οι προγενέστεροι φιλόσοφοι θα δηλωθούν συλλογικά με το όνομά του, δηλαδή θα ονομαστούν «Προσωκρατικοί». Ο βίος και η διδασκαλία του Σωκράτη θα αποτελέσουν την απαρχή της εμφάνισης φιλοσόφων τεράστιας εμβέλειας, όπως ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, οι οποίοι, μολονότι διατήρησαν την επιστήμη στο έργο τους και μάλιστα της επιφύλαξαν περισσότερο ή λιγότερο περίοπτη θέση στο εσωτερικό του, τοποθέτησαν ταυτόχρονα στο κέντρο του έργου αυτού τον άνθρωπο και οικοδόμησαν επιβλητικά συστήματα που αποτελούν πρωτότυπη και δυναμική σύνθεση και υπέρβαση των προγενέστερων φιλοσοφικών θεωριών. Σε αυτούς τους δύο θα πρέπει να προστεθούν οι πολυάριθμοι άλλοι εκπρόσωποι φιλοσοφικών σχολών και θεωριών (Στωικού, Επικούρειοι, Σκεπτικοί, Κυνικοί, Νεοπλατωνικοί, για να περιοριστώ σε ορισμένες χαρακτηριστικές περιπτώσεις), οι οποίοι, ενώ δραστηριοποιήθηκαν παράλληλα και σε άλλες εστίες του ευρύτερου ελληνικού χώρου, κράτησαν ζωντανή τη φιλοσοφική παράδοση της Αθήνας ως το 529 μ.Χ., οπότε ο Ιουστινιανός, ένθερμος θιασώτης της αρχής «αποφασίζομεν και διατάσσομεν», παρήγγειλε «mhdšna dιd£skein filosof…an m»te nÒmima ™xhge‹sqai m»te kÒtton ™n mi´ tîn pÒlewn g…nesqai»[19]
Ο δεύτερος λόγος, για τον οποίο ο Αθηναίος Σωκράτης θεωρείται ο πατέρας της Φιλοσοφίας έγκειται στο ότι ανέδειξε και πρόβαλε με τη διδασκαλία και το παράδειγμά του τις δύο κορυφαίες εκφάνσεις της Φιλοσοφίας, δηλαδή την «Αναζήτηση» και τον «Τρόπο ζωής». Πραγματικά, ο Σωκράτης αναλώθηκε να εξετάζει επίμονα τους συμπολίτες του. Αυτό του επέτρεψε άλλοτε να σκάζει με την αιχμηρή ειρωνεία του τις φούσκες της οίησης και της δοκησισοφίας τους, άλλοτε να τους οδηγεί με ένα είδος επαγωγής σε ορισμούς που επέτρεπαν τη σύλληψη βαθύτερων εννοιών και πάντοτε να τους υποβάλλει σε αυστηρή λογική πειθαρχία[20]. Παράλληλα, μετατρέποντας την ίδια την ύπαρξή του σε αντικείμενο ενδελεχούς εξέτασης, ο Σωκράτης ενσάρκωσε το ιδεώδες του σοφού που προάγεται και «τελειώνεται» ηθικά ζώντας «κατά Φιλοσοφίαν», πετυχαίνει την απόλυτη συνέπεια μεταξύ των λόγων και των έργων του, δηλαδή μεταξύ της διδασκαλίας και της προσωπικής συμπεριφοράς του, και επικυρώνει την προσήλωσή του στις αρχές και τις αξίες του με τη θυσία της ίδιας της ζωής του[21].
Τελικά, επέστρεψε στ’ αλήθεια η Φιλοσοφία στην Ελλάδα ή μήπως δε δικαιούμαστε να μιλάμε για επιστροφή της, αφού ποτέ δεν είχε αποδημήσει από τη γενέτειρά της; Εδώ ας μου επιτραπεί μια εκμυστήρευση. Κατά τη γνώμη μου, το ερώτημα κατά πόσο επέστρεψε ή δεν επέστρεψε η Φιλοσοφία στην Αθήνα δεν έχει στην ουσία κανένα νόημα και τελικά είναι μάλλον πλαστό. Για την ακρίβεια, είναι ένας έμμεσος τρόπος να δηλωθεί εμφατικά ότι πατρίδα της Φιλοσοφίας είναι η Ελλάδα και ειδικότερα η Αθήνα. Οπότε το ακριβέστερο θα ήταν να εκλάβουμε την «επιστροφή» όχι ως «παλιννόστηση» αλλά ως «αναβάπτιση», όχι ως επάνοδο της Φιλοσοφίας στον τόπο, από τον οποίο είχε φύγει, αλλά ως κατάδυση στις πρωταρχές της, ώστε να ξαναβρεί κάτι από το αρχέγονο πνευματικό σφρίγος που κατά την ελληνική αρχαιότητα είχε αποτελέσει το γενεσιουργό παράγοντά της. Ειδικότερα, πρέπει να θεωρήσουμε πως η πανστρατιά των απανταχού της γης φιλοσοφούντων, οι οποίοι συνέρρευσαν από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα στην Αθήνα τον περασμένο Αύγουστο για το 23ο Παγκόσμιο Συνέδριο Φιλοσοφίας, ήρθε για προσκύνημα στο λίκνο της δημοκρατίας και στους χώρους όπου είχαν ζήσει και διδάξει οι Σοφιστές, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και πολλοί άλλοι Έλληνες φιλόσοφοι.
Ωστόσο, το καίριο ερώτημα που ανακύπτει τώρα είναι το ακόλουθο: το παραπάνω προσκύνημα θα αποδειχτεί τελικά μια ανούσια φιλοσοφική «πανήγυρις» και ταυτόχρονα ένας ευκαιριακός φιλοσοφικός τουρισμός ή ένα κορυφαίο πνευματικό γεγονός, κάτι σαν ένα σάλπισμα εξόδου από το τέλμα και την παρακμή; Ας οπλιστούμε με την αισιόδοξη εκείνη ευπιστία που θα μας επιτρέψει να ελπίσουμε ότι οι σύνεδροι –οι ξένοι αλλά και οι γηγενείς– παραδόθηκαν στην επενέργεια του φιλοσοφικού στοχασμού και τον άφησαν να τους διαπεράσει και να τους διαποτίσει. Και κυρίως ότι, επιστρέφοντας στην καθημερινότητά τους, μετέτρεψαν αυτή την επενέργεια και αυτό το διαποτισμό σε δυναμογόνο παράγοντα υπαρξιακού, κοινωνικού και πολιτικού αναπροσανατολισμού, που θα μπορούσε στο μέλλον να επηρεάσει ευεργετικά τους μαθητές τους, τους φοιτητές τους, τους ακροατές των διαλέξεών τους ή τους αναγνώστες των άρθρων τους.
Αλήθεια, τι θα μπορούσε να περιμένει ή καλύτερα να απαιτήσει κανείς από το σύγχρονο φιλόσοφο; Ποια θέση άραγε θα μπορούσε να του εμπιστευτεί σήμερα στον κοινωνικό καταμερισμό της πνευματικής εργασίας; Εμπνεόμενοι από τον προστάτη άγιο της Φιλοσοφίας, το Σωκράτη, θα περιοριστούμε σε ορισμένες, μόνο, ενδεικτικές νύξεις:
1. Όπως ο Σωκράτης δήλωνε ότι δεν υιοθετεί ποτέ κανένα επιχείρημα, εφόσον δεν το βρίσκει ακλόνητα θεμελιωμένο από λογική άποψη[22], έτσι και ο σύγχρονος φιλόσοφος οφείλει να λειτουργεί ως λογοκρατούμενος στοχαστής, ο οποίος υποβάλλει τα πάντα σε κριτικό έλεγχο και κάθε τόσο αναζητεί επίμονα το «γιατί». Και ο άνθρωπος που αναρωτιέται διαρκώς «γιατί», όπως έχει εύστοχα παρατηρηθεί, δεν μπορεί να είναι ούτε ζώο ούτε δούλος[23].
2. Όπως ο Σωκράτης, παρά την πνευματική του συγγένεια με τους σοφιστές, εναντιωνόταν απερίφραστα στον ηθικό σχετικισμό και τον επιστημολογικό υποκειμενισμό τους, έτσι και ο σύγχρονος φιλόσοφος οφείλει να αντιστέκεται στον ενορχηστρωμένο ιδεολογικό αποπροσανατολισμό και στη μεθοδευμένη πλύση εγκέφαλου που επιχειρείται σήμερα κατά κύριο λόγο από τα λεγόμενα media. Όταν κάποιος έφερνε αντίρρηση στο Σωκράτη, ο φιλόσοφος «™pˆ t¾n ØpÒqesin ™panÁgen ¨n p£nta tÕn lÒgon»[24], δηλαδή ξανάπιανε το θέμα από τη θεωρητική του βάση, ώστε να φανεί καθαρά για ποιο πράγμα γινόταν η συζήτηση και από ποιες αφετηριακές παραδοχές είχε ξεκινήσει. Με ανάλογο τρόπο ο σύγχρονος φιλόσοφος, εμμένοντας στις προδιαγραφές που επιβάλλονται από τη λογική πειθαρχία, θα αποκαλύπτει και θα καταγγέλλει τις ύποπτες προθέσεις και την προγραμματισμένη συσκότιση της αλήθειας εκ μέρους εκείνων, οι οποίοι, παρεισάγοντας άσχετα θέματα ή συγκαλύπτοντας τα μεγάλα κάτω από τα μικρά, προσπαθούν κάθε φορά να αποπροσανατολίσουν τη συζήτηση, ώστε να οδηγήσουν σε αδιέξοδο το συνομιλητή τους με σκοπό να συναχθούν πάση θυσία κάποια προαποφασισμένα συμπεράσματα.
3. Όπως ο Σωκράτης δεν αποφαινόταν ποτέ για κάποιο θέμα πριν αναρωτηθεί κατά περίπτωση «t… kalÒn, t… a„scrÒn, t… d…kaion, t… ¥dikon» κτλ.[25], δηλαδή πριν αναλύσει με το συνομιλητή του την αντίστοιχη έννοια και καταλήξει επαγωγικά στον ορισμό της, έτσι και ο σύγχρονος φιλόσοφος οφείλει να απαιτήσει από τους συχνά στρεψόδικους διαλεκτικούς αντιπάλους του να εγκαταλείψουν το συνθηματολογικό καταγγελτικό λόγο τους και να αναζητήσουν καλόπιστα την αλήθεια με βάση την ορθή σημασία των λέξεων, την οποία επιβάλλεται να σέβονται και να προσέχουν ως κόρην οφθαλμού και όχι να διαστρέφουν και να κακοποιούν ανάλογα με το τι τους εξυπηρετεί και τι τους συμφέρει[26].
4. Όπως ο Σωκράτης δήλωνε ότι πρώτη προτεραιότητα για τον ίδιο αποτελούσε η αυτογνωσία και αναρωτιόταν διαρκώς κατά πόσο ήταν ένας άνθρωπος απλός και συμφιλιωμένος με τον εαυτό του, ένας άνθρωπος που φρόντιζε να έχει τον εσωτερικό του κόσμο όμορφο και θεωρούσε πλούσιο μόνο το σοφό[27], έτσι και ο σύγχρονος φιλόσοφος οφείλει να ενδιαφερθεί για την ηθική του ανάνηψη και την υπαρξιακή του ανάταση, τοποθετώντας σε καινούργια βάση και ιεραρχώντας διαφορετικά τον αξιακό του κώδικα με σκοπό την προσωπική του τελείωση.
5. Όπως ο Σωκράτης αντιμετώπιζε την εγκατάλειψη του φιλοσοφικού ελέγχου, δηλαδή την παραβίαση της θεϊκής εντολής που είχε σηματοδοτήσει τη στροφή του στην εξέταση των συμπολιτών του[28], ως λιποταξία περισσότερο επαίσχυντη από εκείνη που σημειώνεται στο πεδίο της μάχης[29] και τόνιζε πως ο «¢nexštastoj b…oj oÙ biwtÕj ¢nqrèpJ»[30], έτσι και ο σύγχρονος φιλόσοφος οφείλει να έχει την αίσθηση και την επίγνωση της αποστολής, που συνίσταται στο να φωτίζει τους συμπολίτες του βοηθώντας τους να αποκτήσουν οξεία συνείδηση των αληθινών προβλημάτων τους και ενθαρρύνοντάς τους να τα αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά. Εννοείται ότι μια τέτοια στάση προϋποθέτει εκ μέρους του φιλοσόφου αρετή, τόλμη και παρρησία, όχι καιροσκοπισμό, συμψηφισμούς και θεοποίηση της καριέρας,
6. Όπως, τέλος, ο Σωκράτης σταματούσε στο δρόμο ορισμένους συμπολίτες του με το ακόλουθο ερώτημα: «Καλέ μου, άνθρωπέ, δεν ντρέπεσαι εσύ, ο Αθηναίος, ο πολίτης της μεγαλύτερης και της πιο ένδοξης ελληνικής πόλης, να φροντίζεις πώς θα αποκτήσεις όσο γίνεται περισσότερα υλικά αγαθά και την ίδια στιγμή να αδιαφορείς για το πώς η ψυχή σου θα γίνει όσο το δυνατόν καλύτερη;»[31], έτσι και ο σύγχρονος φιλόσοφος οφείλει να μεταδώσει στις οικονομικά υπόδουλες κοινωνίες του σήμερα την ακόλουθη πεποίθηση: η πολυπόθητη αποτίναξη των βαρών από τα χρέη που μας πνίγουν θα βασιστεί αναπόφευκτα στη συστηματική και ομόθυμη καταγγελία των αόρατων αλλά γνωστών εκείνων διεθνών κέντρων που έχουν περάσει σε όλους μας το βρόχο της οικονομικής ασφυξίας απολαμβάνοντας ταυτόχρονα την ψευδαίσθηση της ισχύος και της αυτοεπιβεβαίωσης. Για να το πετύχει όμως αυτό, πρέπει προηγουμένως να έχει ο ίδιος ο φιλόσοφος συνειδητοποιήσει και να έχει ταυτόχρονα καταστήσει ευρέως αντιληπτό πως αυτή η αποτίναξη και αυτή η καταγγελία –όσο και αν, ως ιδέες, φαντάζουν ουτοπικές στον ερασιτεχνισμό τους– δεν μπορεί παρά να προϋποθέτουν κατ’ αρχήν μια γενικευμένη ηθική εξέγερση, ένα είδος σεισάχθειας λυτρωτικής από την πλεονεξία και τον υλιστικό ευδαιμονισμό και ταυτόχρονα διαφωτιστικής σχετικά με το βαθύτερο νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Η πνευματική εμβέλεια της Φιλοσοφίας είναι διαχρονική, αλλά σε ιστορικές περιόδους κρίσιμες, όπως αυτή που διανύουμε σήμερα, η φιλοσοφία ως κορυφαία πνευματική επίδοση αποκτά δραματική επικαιρότητα. Οι περιστάσεις απαιτούν από αυτήν να αποτελέσει κάτι περισσότερο από αναζήτηση και τρόπο ζωής. Περιμένουν από αυτήν να εκδηλωθεί ως δυναμική παρέμβαση στις κοινωνίες που πελαγοδρομούν στη σύγχυση, την ανασφάλεια και την απόγνωση, προκειμένου να τους συμπαρασταθεί στην ιχνηλασία διεξόδων και να τους μεταδώσει την ελπίδα της λύτρωσης. Ήρθε, νομίζω, η ώρα οι περί την Φιλοσοφίαν τυρβαζόμενοι να βγουν από το γυάλινο πύργο των θεωρητικών ενατενίσεών τους, να πάψουν να ομφαλοσκοπούν και να ναρκισσεύονται και ως πνευματικοί ταγοί των συμπολιτών τους να αναλάβουν επιτέλους τις ευθύνες τους[32].
Η απάντηση στο ερώτημα επιβάλλει μια γενικότερη και όσο το δυνατόν περισσότερο συνοπτική θεώρηση της Φιλοσοφίας και των ιστορικών πρωταρχών της. Όπως είχε ήδη επισημανθεί από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, έμφυτη στον άνθρωπο είναι η τάση να γνωρίσει τον κόσμο μέσα στον οποίο έχει ριχτεί και, όταν δυσκολεύεται να την ικανοποιήσει, θαυμάζει και απορεί [2].Κατά τα πρώτα στάδια της πολιτιστικής εξέλιξής του ο άνθρωπος χαρακτηρίζεται από ένα είδος εξωλογικής σκέψης, σύμφωνα με την οποία η φύση και το υπερφυσικό στοιχείο συγχέονται, ενώ δυνάμεις κρυφές και άγνωστες στον αμύητο δρουν και επηρεάζουν τα πάντα. Στην προσπάθειά της, λοιπόν, να δώσει απάντηση στις απορίες της, η εξωλογική αυτή σκέψη προσφεύγει στο μύθο, που συνιστά μια απλοϊκή αλλά ιστορικά καταξιωμένη απόπειρα ερμηνείας του κόσμου. Μυθικές είναι οι αφηγήσεις που περιέχονται στα ομηρικά έπη και στη Θεογονία του Ησιόδου, οι οποίες, αντί να εξηγήσουν τη σύσταση και τη λειτουργία του κόσμου, περιγράφουν την προέλευσή του και τον τρόπο με τον οποίο έχει ιεραρχηθεί[3].
Καθώς ο μύθος παρακμάζει σταδιακά για να παραχωρήσει ολοένα και περισσότερο τη θέση του στο λόγο, η Φιλοσοφία εκτοπίζει την εξωλογική σκέψη και εμφανίζεται αρχικά ως κοσμολογία. Η κοσμολογία, δηλαδή η πρώτη απόπειρα της Φιλοσοφίας να ερμηνεύσει τον κόσμο λογικά, εμφανίζεται σιγά σιγά στο ιστορικό προσκήνιο και υποκαθιστά τους θεογονικούς μύθους, αφομοιώνοντας, όμως, και αξιοποιώντας δημιουργικά τα κύρια στοιχεία τους. Τόπος γεννήσεως της Φιλοσοφίας είναι οι εστίες του ελληνισμού στην Ιωνία, και οι ελληνικές αποικίες της Κάτω Ιταλίας και γλώσσα της είναι η ελληνική. Κατά τον Χάιντεγκερ, «Η ελληνική γλώσσα και μόνο αυτή είναι λόγος»[4]. Κοσμολόγοι είναι οι πρώτοι Έλληνες φιλόσοφοι, οι λεγόμενοι Προσωκρατικοί Φιλόσοφοι, όπως ο Θαλής, ο Αναξαγόρας, ο Αναξιμένης, ο Ηράκλειτος, ο Ξενοφάνης, ο Πυθαγόρας, ο Παρμενίδης, ο Ζήνων ο Ελεάτης, ο Εμπεδοκλής, ο Δημόκριτος και άλλοι[5]. Όλοι αυτοί λειτουργούν ως καθολικοί σοφοί, οι οποίοι, στην προσπάθειά τους να αγκαλιάσουν γνωστικά και να ερμηνεύσουν λογικά τον κόσμο και τη ζωή, αντικαθιστούν τις μυθικές μορφές με έννοιες και διαμορφώνουν τη φιλοσοφική ορολογία[6].
Ενώ όμως η Φιλοσοφία περιελάμβανε αρχικά στο πλάτος της όλους τους υπάρχοντας τότε τομείς του επιστητού, από τους μετακλασικούς χρόνους και μετά, λόγω της αύξησης των γνώσεων που επέβαλε την ανάγκη της εξειδίκευσης, οι επιστήμες θα αποτελέσουν η μία μετά την άλλη αυτόνομους γνωστικούς τομείς — διαδικασία που θα επαναληφθεί και θα ολοκληρωθεί με γοργό ρυθμό κατά τους νεότερους χρόνους. Και είναι χαρακτηριστικό το ότι από το 18. ήδη αιώνα ο Καντ είχε παρομοιάσει την αποψιλωμένη από τις επιστήμες Φιλοσοφία με μια σύγχρονη Εκάβη που κλαίει για το θάνατο των παιδιών της[7].
Αν, όμως, η Φιλοσοφία έχασε με τον τρόπο αυτό σε πλάτος και σε αρμοδιότητες, ταυτόχρονα κέρδισε πάρα πολλά σε βάθος και σε γνησιότητα. Εκείνο που της απέμεινε είναι ό,τι ακριβώς τη χαρακτηρίζει, είναι η πεμπτουσία της και η ειδοποιός διαφορά της, δηλαδή ό,τι την κάνει να είναι αυτό που είναι. Οπότε, εδώ, γεννιέται ένα καινούργιο ερώτημα: τι είναι ή, καλύτερα, «τι κάνει» και «πώς λειτουργεί», τελικά, η Φιλοσοφία[8];
Πριν επιχειρήσουμε μια απάντηση, κρίνονται απαραίτητες δύο διευκρινίσεις: α) Δεδομένου ότι ένας αυστηρά λογικός ορισμός της Φιλοσοφίας είναι εξαιρετικά δύσκολος αν όχι εντελώς αδύνατος, ο καλύτερος τρόπος προσέγγισης και κατανόησης της κορυφαίας αυτής πνευματικής επίδοσης είναι η απαρίθμηση των βασικών λειτουργιών της. Και β) οι λειτουργίες που θα αναφερθούν δεν είναι ανεξάρτητες και διακριτές μεταξύ τους, αλλά πολύ συχνά συμπληρώνονται αμοιβαία, τέμνονται και επικαλύπτονται, με αποτέλεσμα να αποτελούν συχνά τις διαφορετικές όψεις μιας και της αυτής λειτουργίας.
Σύμφωνα, λοιπόν, με το θέμα του 23ου Παγκόσμιου Συνεδρίου Φιλοσοφίας, η Φιλοσοφία είναι αναζήτηση και ταυτόχρονα τρόπος ζωής[9]. Ας δούμε περισσότερο αναλυτικά ποιες είναι οι βασικές λειτουργίες που υποδηλώνει ο καθένας από αυτούς τους δύο χαρακτηρισμούς[10]:
Α΄Ως αναζήτηση, η Φιλοσοφία:
1. Δείχνεται δύσπιστη σε κάθε μορφή αυθεντίας και αρνείται οτιδήποτε δε συνοδεύεται από λογικές εξηγήσεις και σωστά θεμελιωμένες αποδείξεις.
2. Δεν ικανοποιείται από έτοιμες απαντήσεις και, παραμερίζοντάς τες, «ξανακάνει κάτι πρόβλημα», δηλαδή ξαναπιάνει ένα ζήτημα και το εξετάζει από την αρχή, έστω και αν είναι γενικώς παραδεκτό ότι αυτό το ζήτημα έχει ήδη αντιμετωπιστεί.
3. Δεν αρκείται στην περιγραφή των φαινομένων, αλλά αναζητεί το σταθερό υπόβαθρο (λογικό ή οντολογικό) που τα συνέχει και τα υποβαστάζει.
4. Δεν περιορίζεται στην επισήμανση των αποτελεσμάτων, αλλά αναζητεί πάντοτε την αιτία που τα προκαλεί – το γενεσιουργό παράγοντα που τα δημιουργεί.
5. Δε στέκεται στο επιμέρους, αλλά στρέφεται προς το καθ’ όλου, το γενικό, στο οποίο το επιμέρους εντάσσεται και από το οποίο δέχεται καθορισμούς.
6. Πριν επιδοθεί στην εξέταση του κάθε συγκεκριμένου θέματος, αναλύει μεθοδικά την αντίστοιχη έννοια, ώστε να είναι σαφές περί τίνος ακριβώς πρόκειται και ποια είναι η ακριβής σημασία των προτάσεων που χρησιμοποιούνται.
7. Αναρωτιέται μονίμως τι είναι, σε τελευταία ανάλυση, κάθε παραδοχή και κάθε πεποίθηση σε τομείς όπως η γνωσιολογία, η ηθική και η αισθητική, καθώς και ποιο είναι το βαθύτερο νόημά της.
8. Στέκεται πέρα και πάνω από τις επιστήμες που αναλύουν τις επιμέρους πτυχές των διαφόρων γνωστικών τομέων και προβαίνει στη σύνθεση των πορισμάτων τους επιδιώκοντας: α) να καταδυθεί ερευνητικά στο βάθος του κάθε τομέα, ώστε να συλλάβει το περιεχόμενό του καθαυτό – στη γενικότητα και την ουσία του˙ και β) να δημιουργήσει σταδιακά μια συνεκτική και σφαιρική εικόνα για τον κόσμο και τη ζωή, που να ικανοποιεί τη θεωρητική έφεση του πνεύματος.
Β΄ Ως τρόπος ζωής, εξάλλου, η Φιλοσοφία:
1. Κάνει τον ίδιο τον άνθρωπο, τον άνθρωπο ως ύπαρξη και συνείδηση, αντικείμενο μιας έρευνας που επικεντρώνεται στην αυτογνωσία με τη βαθύτερη και την υψηλότερη σημασία του όρου[11].
2. Προσανατολίζει τον άνθρωπο στην αναζήτηση του νοήματος της ζωής του και τον μυεί σε μια στοχαστική στάση απέναντι στο μυστήριο του θανάτου[12].
3. Εμπνέει στον άνθρωπο την αίσθηση του σχετικού, μέσω της οποίας τον προστατεύει από το φανατισμό και τη μισαλλοδοξία, τον διδάσκει να αποδέχεται τη διαφωνία και την πολλαπλότητα και τον εξοικειώνει με την ανοχή, τη μετριοπάθεια και τη μετριοφροσύνη,
4. Απαλλάσσει τον άνθρωπο από τον κομφορμισμό και από το πνεύμα της συμβατικότητας και τον οδηγεί σε έναν τρόπο ύπαρξης αυθεντικό, δηλαδή αληθινό, ευρηματικό, πρωτότυπο και αυτόνομο.
5. Φωτίζει τα πνεύματα, ανασηκώνει τις ψυχές, εμπνέει την πίστη στις μεγάλες ανθρώπινες αξίες και προστατεύει τη δημόσια συνείδηση από οτιδήποτε προκαλεί τον αποπροσανατολισμό, τον εφησυχασμό την αποχαύνωση και τη διαφθορά της.
6. Εξασφαλίζει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να αποκτήσει οξεία συνείδηση καταστάσεων, ώστε να αγωνιστεί για να πετύχει τον αυτοπροσδιορισμό του, να κερδίσει την ελευθερία του και να βελτιώσει τις συνθήκες της διαβίωσής του[13].
Η σύντομη και σχηματική αυτή περιπλάνηση στην ιστορία και την ιδιοτυπία της Φιλοσοφίας μάς δίνει τη δυνατότητα να επιχειρήσουμε μια απάντηση «μετά λόγου γνώσεως» στο θεμελιώδες προκαταρκτικό μας ερώτημα. Πώς αιτιολογείται και πώς τεκμηριώνεται η επιστροφή της Φιλοσοφίας στην Ελλάδα με την ευκαιρία του 23ου Παγκόσμιου συνεδρίου Φιλοσοφίας; Και, κυρίως, πώς αποδεικνύεται ότι γενέτειρα της Φιλοσοφίας είναι η Ελλάδα και ειδικότερα η Αθήνα;
Εδώ, λοιπόν, πρέπει να τονιστεί με ιδιαίτερη έμφαση το εξής: αν η Φιλοσοφία ως στροφή στη μελέτη του κόσμου και ως απόπειρα έλλογης ερμηνείας του ανάγει την καταγωγή της, όπως είδαμε, στον ελληνισμό της Ιωνίας και της Κάτω Ιταλίας, η Φιλοσοφία που εκδηλώνεται και λειτουργεί κατά κύριο λόγο ως αναζήτηση και ως τρόπος ζωής, δηλαδή η Φιλοσοφία καθαυτήν, γεννήθηκε στην Αθήνα και πατέρα της έχει το Σωκράτη. Και αυτό, για τους ακόλουθους δύο βασικούς λόγους.
Ο πρώτος είναι ότι η εκδοχή της Φιλοσοφίας την οποία καθιέρωσε και στην οποία επιδόθηκε ο Σωκράτης είναι σε μεγάλο βαθμό ό,τι ακριβώς συνιστά την ιδιαιτερότητα και την ιδιοτυπία της ως κορυφαίας πνευματικής επίδοσης. Ο Σωκράτης, όπως είναι γνωστό, αποστρεφόταν «τις μονολιθικές κοσμογονίες και τους αποπνικτικούς μονισμούς»[14] — εξ ου και η ριζική διαφοροποίησή του από τους Προσωκρατικούς Φιλοσόφους. Αισθανόταν πολύ μεγαλύτερη πνευματική συγγένεια με τους Σοφιστές, που αντιπροσώπευαν το κίνημα του Διαφωτισμού κατά την περίοδο της ακμής της Αθηναϊκής Δημοκρατίας και επιδόθηκαν στην μελέτη θεμάτων, τα οποία σε μεγάλο βαθμό θα υπάγονταν σήμερα στις λεγόμενες «Επιστήμες του Ανθρώπου». Αυτό δεν τον εμπόδισε βέβαια να έρθει σε έντονη αντιπαράθεση μαζί τους και να στηλιτεύσει την τεχνοκρατική νοοτροπία τους, καθώς και την εκ μέρους τους απόρριψη των αντικειμενικών κριτηρίων στο χώρο της επιστήμης και της ηθικής[15]. Με αφετηρία, λοιπόν, τη γνωστή μαρτυρία του Κικέρωνα, σύμφωνα με την οποία ο Σωκράτης μετέφερε τη Φιλοσοφία από τον ουρανό στη γη[16], θα ήταν ίσως ακριβέστερο να ισχυρισθούμε ότι ο Σωκράτης δεν αρκέστηκε να περιμένει πότε θα έρθει το πλήρωμα του χρόνου, ώστε να συντελεστεί από μόνη της η σταδιακή χειραφέτηση των επιμέρους επιστημών. Αντίθετα, ο Σωκράτης προέτρεξε της εποχής του και με δική του πρωτοβουλία επιτάχυνε και επέσπευσε τη διαδικασία της αυτονόμησης χαρακτηρίζοντας τις επιστήμες ανεπιθύμητες στο χώρο της Φιλοσοφίας, δηλαδή «καθαίροντας», κατά κάποιο τρόπο, τη Φιλοσοφία από οτιδήποτε δεν ήταν ακραιφνώς δικό της. Βέβαια, η πρωτοβουλία του Αθηναίου φιλοσόφου να δείξει στις επιστήμες την πόρτα της εξόδου από τη «μητρική εστία» δεν άρεσε καθόλου στον Αύγουστο Κοντ, που ήθελε τη Φιλοσοφία «θεραπαινίδα της επιστήμης» και γι’ αυτό κατηγόρησε το Σωκράτη για «οπισθοδρομικό σκοταδισμό»[17]. Επίσης, η πρωτοβουλία του Σωκράτη δε θα άρεσε καθόλου, κατά πάσα βεβαιότητα, και στους περισσότερους σύγχρονους «φιλοσόφους της επιστήμης», οι οποίοι έχουν μετατρέψει τη Φιλοσοφία σε Θεωρητική Φυσική και σε Ιστορία της Επιστήμης. Αλλά αυτό, είναι ένα άλλο ζήτημα[18]. Πιστεύουμε ότι ο Σωκράτης δεν ήταν απολύτως αρνητικός απέναντι στην επιστήμη καθαυτήν, αλλά μάλλον αγωνίστηκε για να κατοχυρώσει την πνευματική ιδιοπροσωπία της Φιλοσοφίας, πράγμα που προϋπέθετε ότι η ιδρυτική πράξη της τελευταίας έπρεπε οπωσδήποτε να συνταχτεί, έστω και αν αυτό συνοδευόταν αναπόφευκτα από μια επώδυνη –και όχι υποχρεωτικά τελεσίδικη– ρήξη με την επιστήμη.
Οπωσδήποτε, η πνευματική επανάσταση με πρωταγωνιστή τον Αθηναίο Σωκράτη σηματοδοτεί μια καταλυτική τομή στην ιστορία της Φιλοσοφίας. Αρκεί να θυμηθούμε πως οι προγενέστεροι φιλόσοφοι θα δηλωθούν συλλογικά με το όνομά του, δηλαδή θα ονομαστούν «Προσωκρατικοί». Ο βίος και η διδασκαλία του Σωκράτη θα αποτελέσουν την απαρχή της εμφάνισης φιλοσόφων τεράστιας εμβέλειας, όπως ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, οι οποίοι, μολονότι διατήρησαν την επιστήμη στο έργο τους και μάλιστα της επιφύλαξαν περισσότερο ή λιγότερο περίοπτη θέση στο εσωτερικό του, τοποθέτησαν ταυτόχρονα στο κέντρο του έργου αυτού τον άνθρωπο και οικοδόμησαν επιβλητικά συστήματα που αποτελούν πρωτότυπη και δυναμική σύνθεση και υπέρβαση των προγενέστερων φιλοσοφικών θεωριών. Σε αυτούς τους δύο θα πρέπει να προστεθούν οι πολυάριθμοι άλλοι εκπρόσωποι φιλοσοφικών σχολών και θεωριών (Στωικού, Επικούρειοι, Σκεπτικοί, Κυνικοί, Νεοπλατωνικοί, για να περιοριστώ σε ορισμένες χαρακτηριστικές περιπτώσεις), οι οποίοι, ενώ δραστηριοποιήθηκαν παράλληλα και σε άλλες εστίες του ευρύτερου ελληνικού χώρου, κράτησαν ζωντανή τη φιλοσοφική παράδοση της Αθήνας ως το 529 μ.Χ., οπότε ο Ιουστινιανός, ένθερμος θιασώτης της αρχής «αποφασίζομεν και διατάσσομεν», παρήγγειλε «mhdšna dιd£skein filosof…an m»te nÒmima ™xhge‹sqai m»te kÒtton ™n mi´ tîn pÒlewn g…nesqai»[19]
Ο δεύτερος λόγος, για τον οποίο ο Αθηναίος Σωκράτης θεωρείται ο πατέρας της Φιλοσοφίας έγκειται στο ότι ανέδειξε και πρόβαλε με τη διδασκαλία και το παράδειγμά του τις δύο κορυφαίες εκφάνσεις της Φιλοσοφίας, δηλαδή την «Αναζήτηση» και τον «Τρόπο ζωής». Πραγματικά, ο Σωκράτης αναλώθηκε να εξετάζει επίμονα τους συμπολίτες του. Αυτό του επέτρεψε άλλοτε να σκάζει με την αιχμηρή ειρωνεία του τις φούσκες της οίησης και της δοκησισοφίας τους, άλλοτε να τους οδηγεί με ένα είδος επαγωγής σε ορισμούς που επέτρεπαν τη σύλληψη βαθύτερων εννοιών και πάντοτε να τους υποβάλλει σε αυστηρή λογική πειθαρχία[20]. Παράλληλα, μετατρέποντας την ίδια την ύπαρξή του σε αντικείμενο ενδελεχούς εξέτασης, ο Σωκράτης ενσάρκωσε το ιδεώδες του σοφού που προάγεται και «τελειώνεται» ηθικά ζώντας «κατά Φιλοσοφίαν», πετυχαίνει την απόλυτη συνέπεια μεταξύ των λόγων και των έργων του, δηλαδή μεταξύ της διδασκαλίας και της προσωπικής συμπεριφοράς του, και επικυρώνει την προσήλωσή του στις αρχές και τις αξίες του με τη θυσία της ίδιας της ζωής του[21].
Τελικά, επέστρεψε στ’ αλήθεια η Φιλοσοφία στην Ελλάδα ή μήπως δε δικαιούμαστε να μιλάμε για επιστροφή της, αφού ποτέ δεν είχε αποδημήσει από τη γενέτειρά της; Εδώ ας μου επιτραπεί μια εκμυστήρευση. Κατά τη γνώμη μου, το ερώτημα κατά πόσο επέστρεψε ή δεν επέστρεψε η Φιλοσοφία στην Αθήνα δεν έχει στην ουσία κανένα νόημα και τελικά είναι μάλλον πλαστό. Για την ακρίβεια, είναι ένας έμμεσος τρόπος να δηλωθεί εμφατικά ότι πατρίδα της Φιλοσοφίας είναι η Ελλάδα και ειδικότερα η Αθήνα. Οπότε το ακριβέστερο θα ήταν να εκλάβουμε την «επιστροφή» όχι ως «παλιννόστηση» αλλά ως «αναβάπτιση», όχι ως επάνοδο της Φιλοσοφίας στον τόπο, από τον οποίο είχε φύγει, αλλά ως κατάδυση στις πρωταρχές της, ώστε να ξαναβρεί κάτι από το αρχέγονο πνευματικό σφρίγος που κατά την ελληνική αρχαιότητα είχε αποτελέσει το γενεσιουργό παράγοντά της. Ειδικότερα, πρέπει να θεωρήσουμε πως η πανστρατιά των απανταχού της γης φιλοσοφούντων, οι οποίοι συνέρρευσαν από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα στην Αθήνα τον περασμένο Αύγουστο για το 23ο Παγκόσμιο Συνέδριο Φιλοσοφίας, ήρθε για προσκύνημα στο λίκνο της δημοκρατίας και στους χώρους όπου είχαν ζήσει και διδάξει οι Σοφιστές, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και πολλοί άλλοι Έλληνες φιλόσοφοι.
Ωστόσο, το καίριο ερώτημα που ανακύπτει τώρα είναι το ακόλουθο: το παραπάνω προσκύνημα θα αποδειχτεί τελικά μια ανούσια φιλοσοφική «πανήγυρις» και ταυτόχρονα ένας ευκαιριακός φιλοσοφικός τουρισμός ή ένα κορυφαίο πνευματικό γεγονός, κάτι σαν ένα σάλπισμα εξόδου από το τέλμα και την παρακμή; Ας οπλιστούμε με την αισιόδοξη εκείνη ευπιστία που θα μας επιτρέψει να ελπίσουμε ότι οι σύνεδροι –οι ξένοι αλλά και οι γηγενείς– παραδόθηκαν στην επενέργεια του φιλοσοφικού στοχασμού και τον άφησαν να τους διαπεράσει και να τους διαποτίσει. Και κυρίως ότι, επιστρέφοντας στην καθημερινότητά τους, μετέτρεψαν αυτή την επενέργεια και αυτό το διαποτισμό σε δυναμογόνο παράγοντα υπαρξιακού, κοινωνικού και πολιτικού αναπροσανατολισμού, που θα μπορούσε στο μέλλον να επηρεάσει ευεργετικά τους μαθητές τους, τους φοιτητές τους, τους ακροατές των διαλέξεών τους ή τους αναγνώστες των άρθρων τους.
Αλήθεια, τι θα μπορούσε να περιμένει ή καλύτερα να απαιτήσει κανείς από το σύγχρονο φιλόσοφο; Ποια θέση άραγε θα μπορούσε να του εμπιστευτεί σήμερα στον κοινωνικό καταμερισμό της πνευματικής εργασίας; Εμπνεόμενοι από τον προστάτη άγιο της Φιλοσοφίας, το Σωκράτη, θα περιοριστούμε σε ορισμένες, μόνο, ενδεικτικές νύξεις:
1. Όπως ο Σωκράτης δήλωνε ότι δεν υιοθετεί ποτέ κανένα επιχείρημα, εφόσον δεν το βρίσκει ακλόνητα θεμελιωμένο από λογική άποψη[22], έτσι και ο σύγχρονος φιλόσοφος οφείλει να λειτουργεί ως λογοκρατούμενος στοχαστής, ο οποίος υποβάλλει τα πάντα σε κριτικό έλεγχο και κάθε τόσο αναζητεί επίμονα το «γιατί». Και ο άνθρωπος που αναρωτιέται διαρκώς «γιατί», όπως έχει εύστοχα παρατηρηθεί, δεν μπορεί να είναι ούτε ζώο ούτε δούλος[23].
2. Όπως ο Σωκράτης, παρά την πνευματική του συγγένεια με τους σοφιστές, εναντιωνόταν απερίφραστα στον ηθικό σχετικισμό και τον επιστημολογικό υποκειμενισμό τους, έτσι και ο σύγχρονος φιλόσοφος οφείλει να αντιστέκεται στον ενορχηστρωμένο ιδεολογικό αποπροσανατολισμό και στη μεθοδευμένη πλύση εγκέφαλου που επιχειρείται σήμερα κατά κύριο λόγο από τα λεγόμενα media. Όταν κάποιος έφερνε αντίρρηση στο Σωκράτη, ο φιλόσοφος «™pˆ t¾n ØpÒqesin ™panÁgen ¨n p£nta tÕn lÒgon»[24], δηλαδή ξανάπιανε το θέμα από τη θεωρητική του βάση, ώστε να φανεί καθαρά για ποιο πράγμα γινόταν η συζήτηση και από ποιες αφετηριακές παραδοχές είχε ξεκινήσει. Με ανάλογο τρόπο ο σύγχρονος φιλόσοφος, εμμένοντας στις προδιαγραφές που επιβάλλονται από τη λογική πειθαρχία, θα αποκαλύπτει και θα καταγγέλλει τις ύποπτες προθέσεις και την προγραμματισμένη συσκότιση της αλήθειας εκ μέρους εκείνων, οι οποίοι, παρεισάγοντας άσχετα θέματα ή συγκαλύπτοντας τα μεγάλα κάτω από τα μικρά, προσπαθούν κάθε φορά να αποπροσανατολίσουν τη συζήτηση, ώστε να οδηγήσουν σε αδιέξοδο το συνομιλητή τους με σκοπό να συναχθούν πάση θυσία κάποια προαποφασισμένα συμπεράσματα.
3. Όπως ο Σωκράτης δεν αποφαινόταν ποτέ για κάποιο θέμα πριν αναρωτηθεί κατά περίπτωση «t… kalÒn, t… a„scrÒn, t… d…kaion, t… ¥dikon» κτλ.[25], δηλαδή πριν αναλύσει με το συνομιλητή του την αντίστοιχη έννοια και καταλήξει επαγωγικά στον ορισμό της, έτσι και ο σύγχρονος φιλόσοφος οφείλει να απαιτήσει από τους συχνά στρεψόδικους διαλεκτικούς αντιπάλους του να εγκαταλείψουν το συνθηματολογικό καταγγελτικό λόγο τους και να αναζητήσουν καλόπιστα την αλήθεια με βάση την ορθή σημασία των λέξεων, την οποία επιβάλλεται να σέβονται και να προσέχουν ως κόρην οφθαλμού και όχι να διαστρέφουν και να κακοποιούν ανάλογα με το τι τους εξυπηρετεί και τι τους συμφέρει[26].
4. Όπως ο Σωκράτης δήλωνε ότι πρώτη προτεραιότητα για τον ίδιο αποτελούσε η αυτογνωσία και αναρωτιόταν διαρκώς κατά πόσο ήταν ένας άνθρωπος απλός και συμφιλιωμένος με τον εαυτό του, ένας άνθρωπος που φρόντιζε να έχει τον εσωτερικό του κόσμο όμορφο και θεωρούσε πλούσιο μόνο το σοφό[27], έτσι και ο σύγχρονος φιλόσοφος οφείλει να ενδιαφερθεί για την ηθική του ανάνηψη και την υπαρξιακή του ανάταση, τοποθετώντας σε καινούργια βάση και ιεραρχώντας διαφορετικά τον αξιακό του κώδικα με σκοπό την προσωπική του τελείωση.
5. Όπως ο Σωκράτης αντιμετώπιζε την εγκατάλειψη του φιλοσοφικού ελέγχου, δηλαδή την παραβίαση της θεϊκής εντολής που είχε σηματοδοτήσει τη στροφή του στην εξέταση των συμπολιτών του[28], ως λιποταξία περισσότερο επαίσχυντη από εκείνη που σημειώνεται στο πεδίο της μάχης[29] και τόνιζε πως ο «¢nexštastoj b…oj oÙ biwtÕj ¢nqrèpJ»[30], έτσι και ο σύγχρονος φιλόσοφος οφείλει να έχει την αίσθηση και την επίγνωση της αποστολής, που συνίσταται στο να φωτίζει τους συμπολίτες του βοηθώντας τους να αποκτήσουν οξεία συνείδηση των αληθινών προβλημάτων τους και ενθαρρύνοντάς τους να τα αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά. Εννοείται ότι μια τέτοια στάση προϋποθέτει εκ μέρους του φιλοσόφου αρετή, τόλμη και παρρησία, όχι καιροσκοπισμό, συμψηφισμούς και θεοποίηση της καριέρας,
6. Όπως, τέλος, ο Σωκράτης σταματούσε στο δρόμο ορισμένους συμπολίτες του με το ακόλουθο ερώτημα: «Καλέ μου, άνθρωπέ, δεν ντρέπεσαι εσύ, ο Αθηναίος, ο πολίτης της μεγαλύτερης και της πιο ένδοξης ελληνικής πόλης, να φροντίζεις πώς θα αποκτήσεις όσο γίνεται περισσότερα υλικά αγαθά και την ίδια στιγμή να αδιαφορείς για το πώς η ψυχή σου θα γίνει όσο το δυνατόν καλύτερη;»[31], έτσι και ο σύγχρονος φιλόσοφος οφείλει να μεταδώσει στις οικονομικά υπόδουλες κοινωνίες του σήμερα την ακόλουθη πεποίθηση: η πολυπόθητη αποτίναξη των βαρών από τα χρέη που μας πνίγουν θα βασιστεί αναπόφευκτα στη συστηματική και ομόθυμη καταγγελία των αόρατων αλλά γνωστών εκείνων διεθνών κέντρων που έχουν περάσει σε όλους μας το βρόχο της οικονομικής ασφυξίας απολαμβάνοντας ταυτόχρονα την ψευδαίσθηση της ισχύος και της αυτοεπιβεβαίωσης. Για να το πετύχει όμως αυτό, πρέπει προηγουμένως να έχει ο ίδιος ο φιλόσοφος συνειδητοποιήσει και να έχει ταυτόχρονα καταστήσει ευρέως αντιληπτό πως αυτή η αποτίναξη και αυτή η καταγγελία –όσο και αν, ως ιδέες, φαντάζουν ουτοπικές στον ερασιτεχνισμό τους– δεν μπορεί παρά να προϋποθέτουν κατ’ αρχήν μια γενικευμένη ηθική εξέγερση, ένα είδος σεισάχθειας λυτρωτικής από την πλεονεξία και τον υλιστικό ευδαιμονισμό και ταυτόχρονα διαφωτιστικής σχετικά με το βαθύτερο νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Η πνευματική εμβέλεια της Φιλοσοφίας είναι διαχρονική, αλλά σε ιστορικές περιόδους κρίσιμες, όπως αυτή που διανύουμε σήμερα, η φιλοσοφία ως κορυφαία πνευματική επίδοση αποκτά δραματική επικαιρότητα. Οι περιστάσεις απαιτούν από αυτήν να αποτελέσει κάτι περισσότερο από αναζήτηση και τρόπο ζωής. Περιμένουν από αυτήν να εκδηλωθεί ως δυναμική παρέμβαση στις κοινωνίες που πελαγοδρομούν στη σύγχυση, την ανασφάλεια και την απόγνωση, προκειμένου να τους συμπαρασταθεί στην ιχνηλασία διεξόδων και να τους μεταδώσει την ελπίδα της λύτρωσης. Ήρθε, νομίζω, η ώρα οι περί την Φιλοσοφίαν τυρβαζόμενοι να βγουν από το γυάλινο πύργο των θεωρητικών ενατενίσεών τους, να πάψουν να ομφαλοσκοπούν και να ναρκισσεύονται και ως πνευματικοί ταγοί των συμπολιτών τους να αναλάβουν επιτέλους τις ευθύνες τους[32].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου