Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΙΣΗ ΡΟΛΩΝ
Με την εδραίωση
μιας καλής αρχικής σχέσης με τον κόσμο των ικανοτήτων και των εργαλείων, και με
την έλευση της εφηβείας η καθεαυτή παιδική ηλικία τελειώνει. Αρχίζει η νεότητα.
Αλλά στην εφηβεία κάθε ομοιότητα και συνέχεια πάνω στην οποία βασιζόταν κανείς
εξετάζονται λίγο πολύ και πάλι λόγω της ταχύτητας της σωματικής ανάπτυξης που
ισοδυναμεί με αυτή της παιδικής ηλικίας και λόγω της νέας επιπρόσθετης
γεννητικής ωριμότητας. Οι νέοι που μεγαλώνουν και αναπτύσσονται,
αντιμετωπίζοντας αυτή την επανάσταση της φυσιολογίας μέσα τους, και έχοντας
μπροστά τους πραγματικά καθήκοντα ενηλίκων ενδιαφέρονται τώρα πρωταρχικά για το πώς φαίνονται στα μάτια των άλλων σε σύγκριση με αυτό που αισθάνονται πως είναι και για το πώς θα συνδέσουν τους ρόλους και τις επιδεξιότητες που καλλιεργήθηκαν προηγουμένως με τα τρέχοντα επαγγελματικά πρότυπα. Αναζητώντας μια νέα αίσθηση συνέχειας και ομοιότητας, οι έφηβοι είναι αναγκασμένοι να ξαναδόσουν πολλές από τις μάχες των προηγούμενων χρόνων, ακόμη κι αν έτσι θα πρέπει να αναθέσουν τεχνητά σε ανθρώπους βασικά καλοπροαίρετους τους ρόλους των αντιπάλων και είναι έτοιμοι, περισσότερο από ποτέ, να θεμελιώσουν μόνιμα είδωλα και ιδανικά σαν προστάτες της τελικής ταυτότητας.
μπροστά τους πραγματικά καθήκοντα ενηλίκων ενδιαφέρονται τώρα πρωταρχικά για το πώς φαίνονται στα μάτια των άλλων σε σύγκριση με αυτό που αισθάνονται πως είναι και για το πώς θα συνδέσουν τους ρόλους και τις επιδεξιότητες που καλλιεργήθηκαν προηγουμένως με τα τρέχοντα επαγγελματικά πρότυπα. Αναζητώντας μια νέα αίσθηση συνέχειας και ομοιότητας, οι έφηβοι είναι αναγκασμένοι να ξαναδόσουν πολλές από τις μάχες των προηγούμενων χρόνων, ακόμη κι αν έτσι θα πρέπει να αναθέσουν τεχνητά σε ανθρώπους βασικά καλοπροαίρετους τους ρόλους των αντιπάλων και είναι έτοιμοι, περισσότερο από ποτέ, να θεμελιώσουν μόνιμα είδωλα και ιδανικά σαν προστάτες της τελικής ταυτότητας.
Η ολοκλήρωση
που γίνεται τώρα με τη μορφή της ταυτότητας του εγώ είναι, όπως έχει λεχθεί,
κάτι περισσότερο από το άθροισμα των ταυτίσεων της παιδικής ηλικίας. Είναι η
αυξημένη εμπειρία της ικανότητας του εγώ να ολοκληρώνει όλες τις ταυτίσεις με
τις περιπέτειες της λίμπιντο, με τις ικανότητες που αναπτύχθηκαν χάρη σε κάποιο
ταλέντο και με τις ευκαιρίες που προσφέρθηκαν στους κοινωνικούς ρόλους. Η
αίσθηση της ταυτότητας του εγώ, επομένως είναι η προκύπτουσα πεποίθηση στην
εσωτερική ομοιότητα και συνέχεια της σημασίας του ατόμου για τους άλλους, όπως
αποδεικνύεται με την χειροπιαστή υπόσχεση μιας «σταδιοδρομίας».
Ο κίνδυνος
αυτού του σταδίου είναι η σύγχυση των ρόλων. Όταν αυτή βασίζεται σε κάποια
ισχυρή προηγούμενη αμφιβολία σχετικά με τη σεξουαλική ταυτότητα του ατόμου,
τότε τα επεισόδια αδικοπραγίας και καθαρής ψύχωσης είναι συνηθισμένα. Αν γίνει
σωστή διάγνωση και αγωγή, τα περιστατικά αυτά δεν έχουν την ίδια ολέθρια
σημασία που έχουν στα άλλα στάδια. Τις περισσότερες φορές, όμως, αυτό που
προκαλεί διαταραχές στα νεαρά άτομα είναι η ανικανότητα να κατασταλάξουν σε
κάποια επαγγελματική ταυτότητα. Για να διατηρήσουν τη συνοχή τους προσωρινά
υπερ – ταυτίζονται, σε τέτοιο βαθμό που φαινομενικά χάνουν εντελώς την
ταυτότητά τους, με τους ήρωες των συμμοριών και των μαζών. Πράγμα που
εγκαινιάζει το στάδιο του «έρωτα» που δεν είναι κατά κανένα τρόπο απόλυτα, η
ακόμα και πρωταρχικά, σεξουαλικό ζήτημα – εκτός από τις περιπτώσεις που το
απαιτούν τα ήθη. Σε σημαντικό βαθμό, ο εφηβικός έρωτας δεν είναι παρά μια
απόπειρα να καταλήξει κανείς σε έναν ορισμό της ταυτότητάς του προβάλλοντας την
ασαφή εικόνα του εγώ του σε κάποιον άλλο και βλέποντάς την έτσι να αντανακλάται
και να διευκρινίζεται βαθμιαία. Γι’ αυτό το λόγο, μεγάλος μέρος του εφηβικού
έρωτα περιορίζεται στις συζητήσεις.
Οι νέοι μπορούν
επίσης να είναι φοβερά φατριαστικοί και σκληροί για τον αποκλεισμό όλων εκείνων
που είναι «διαφορετικοί» στο χρώμα του δέρματος ή την πολιτιστική καταγωγή, στα
γούστα και στο ταλέντο και συχνά σε εκείνες τις απειροελάχιστες λεπτομέρειες
του ντυσίματος και των χειρονομιών που έχουν προσωρινά επιλεχθεί, σαν οι
αποκλειστικές ενδείξεις εκείνου που ανήκει ή δεν ανήκει στην παρέα. Είναι
σημαντικό να κατανοήσουμε (πράγμα που δεν σημαίνει πως πρέπει να συγχωρήσουμε ή
να συμμετάσχουμε) αυτή τη δυσανοχή σαν άμυνα ενάντια σε κάποια αίσθηση σύγχυσης
της ταυτότητας. Γιατί οι έφηβοι όχι μόνο βοηθάνε ο ένας τον άλλο προσωρινά και
με αρκετή δυσφορία δημιουργώντας κλίκες και κάνοντας στερεότυπους τους εαυτούς
τους, τα ιδανικά τους και τους εχθρούς τους· αλλά και δοκιμάζουν μεταξύ τους
σχεδόν διεστραμμένα την ικανότητά τους να είναι πιστοί. Η ετοιμότητα για τέτοιο
έλεγχο εξηγεί επίσης την γοητεία που ασκούν τα απλοικά και απάνθρωπα
ολοκληρωτικά δόγματα στη σκέψη της νεολαίας αυτών των χωρών και τάξεων που
έχουν χάσει ή χάνουν την ομαδική τους ταυτότητα (φεουδαρχική, αγροτική,
φυλετική, εθνική) και εισέρχονται στην παγκόσμια εκβιομηχάνιση, χειραφέτηση και
ευρύτερη επικοινωνία.
Η εφηβική σκέψη
είναι ουσιαστικά η σκέψη του χρεωστασίου που είναι ένα ψυχοκοινωνικό στάδιο
ανάμεσα στην παιδική ηλικία και την ενηλικίωση, και ανάμεσα στην ηθική που έχει
μάθει το παιδί και τους ηθικούς κανόνες που θα αναπτύξει ο ενήλικος. Είναι
σκέψη ιδεολογική – και πραγματικά, η ιδεολογική άποψη της κοινωνίας έχει τη
μεγαλύτερη επιρροή στον έφηβο που είναι πρόθυμος να εγκριθεί από τους ίσους του
και είναι έτοιμος να επιβεβαιωθεί από τελετουργίες, δόγματα και προγράμματα που
ταυτόχρονα ορίζουν τι είναι κακό, μυστηριώδες και εχθρικό. Αναζητώντας λοιπόν
τις κοινωνικές αξίες που καθοδηγούν την ταυτότητα, αντιμετωπίζει κανείς τα
προβλήματα της ιδεολογίας και της αριστοκρατίας, και τα δύο με την ευρύτερή
τους έννοια που υπονοεί ότι μέσα στα πλαίσια μιας προσδιορισμένης εικόνας για
τον κόσμο και μιας προκαθορισμένης πορείας της ιστορίας, θα κυβερνούν οι
άριστοι, και ότι η διακυβέρνηση αναπτύσσει τους άριστους από τους ανθρώπους.
Για να μη χαθούν κυνικά ή αδιάφορα, οι νέοι είναι υποχρεωμένοι να πείσουν κατά
κάποιο τρόπο τον εαυτό τους πως αυτοί που επιτυγχάνουν στον προσδοκώμενο
ενήλικο κόσμο επωμίζονται από εκείνη τη στιγμή την υποχρέωση να είναι οι άριστοι.
Θα συζητήσουμε αργότερα τους κινδύνους που πηγάζουν από την προσάρτηση των
ανθρώπινων ιδανικών στη διεύθυνση των υπερ – μηχανών, είτε καθοδηγούνται από
εθνικιστικές, διεθνείς, κομμμουνιστικές ή καπιταλιστικές ιδεολογίες. Στο
τελευταίο μέρος αυτού του βιβλίου θα συζητήσουμε τον τρόπο με τον οποίο οι
επαναστάσεις της εποχής μας προσπαθούν να επιλύσουν καθώς και να εκμεταλλευτούν
τη βαθειά ανάγκη των νέων να ξαναπροσδιορίσουν την ταυτότητά τους σε ένα
βιομηχανοποιημένο κόσμο.
Η ΟΙΚΕΙΟΤΗΤΑ
ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗ ΜΟΝΩΣΗ
Η δύναμη που
αποκτήθηκε σε οποιοδήποτε στάδιο ελέγχεται από την ανάγκη να το ξεπεράσει έτσι
που το άομο να μπορεί να διακινδυνεύσει στο επόμενο στάδιο με όλα όσα ήταν
ιδιαίτερα ευάλωτα και πολύτιμα στο προηγούμενο. Ο νεαρός ενήλικας, λοιπόν, που
εμφανίζεται ύστερα από την αναζήτηση ταυτότητας και την επιμονή σ’ αυτή την
αναζήτηση, είναι πρόθυμος και διατεθειμένος να συγχωνεύσει την ταυτότητά του με
την ταυτότητα των άλλων. Είναι έτοιμος για οικειότητα, δηλαδή, για την
ικανότητα να δεσμεύεται σε συγκεκριμένες σχέσεις και να αναπτύσσει την ηθική
δύναμη να παραμένει πιστός σ’ αυτές τις δεσμεύσεις, ακόμα κι αν απαιτούνται
σημαντικές θυσίες και συμβιβασμοί. Το σώμα και το εγώ πρέπει τώρα να κυριαρχούν
στα όργανα – τρόπους και στις βασικές συγκρούσεις, για να μπορέσουν να
αντιμετωπίσουν τον φόβο της απώλειας του εγώ σε καταστάσεις που απαιτούν
αυταπάρνηση: στην αλληλεγγύη των στενών δεσμών, στους οργασμούς και τις
σεξουαλικές συνουσίες, στις στενές φιλίες και στη σωματική πάλη, σε εμπειρίες
έμπνευσης από δασκάλους και διαίσθησης από τα μύχια του εαυτού. Η αποφυγή αυτών
των εμπειριών από φόβο απώλειας του εγώ μπορεί να οδηγήσει σε βαθειά αίσθηση
απομόνωσης και συνακόλουθη αυτό – απορρόφηση.
Το αντίθετο της
οικειότητας είναι η αποστασιοποίηση: η ετοιμότητα να απομονώνει κανείς και, αν
είναι ανάγκη, να καταστρέφει εκείνες τις δυνάμεις και τους ανθρώπους που η
ύπαρξή τους είναι επικίνδυνη για τη δική του και που ο «χώρος» τους εμφανίζεται
να καταπατεί το χώρο των στενών του σχέσεων. Οι προκαταλήψεις που αναπτύσσονται
με αυτό τον τρόπο (και χρησιμοποιούνται στην πολιτική και στον πόλεμο) είναι
μια πιο ώριμη μορφή έκβασης των τυφλών απαρνήσεων που κατά τη διάρκεια του
αγώνα για ταυτότητα κάνουν έντονες και απάνθρωπες διακρίσεις ανάμεσα στο οικείο
και το ξένο. Ο κίνδυνος αυτού του σταδίου είναι ότι οι στενές, ανταγωνιστικές
και συγκρουόμενες σχέσεις βιώνονται με αυτούς ακριβώς τους ανθρώπους και
ενάντιά τους. Καθώς όμως προσδιορίζεται ο χώρος των ενήλικων καθηκόντων και
καθώς διαφοροποιούνται η ανταγωνιστική και η σεξουαλική επαφή, υπόκεινται
τελικά σ’ αυτή την ηθική αίσθηση, που είναι το χαρακτηριστικό του ενηλίκου.
Για την
ακρίβεια, μόνο τώρα μπορεί να αναπτυχθεί πλήρως η αληθινή γεννητικότητα· γιατί
μεγάλο μέρος της σεξουαλικής ζωής που προηγείται αυτών των σχέσεων και
δεσμεύσεων χαρακτηρίζεται από την αναζήτηση ταυτότητας ή κυριαρχείται από
φαλλικές ή κολπικές προσπάθειες που μεταβάλλουν τη σεξουαλική ζωή σε ένα είδος
γεννητικής μάχης. Από την άλλη πλευρά, η γεννητικότητα περιγράφεται πάρα πολύ
συχνά σαν μόνιμη κατάσταση αμοιβαίας σεξουαλικής ευδαιμονίας. Ίσως εδώ λοιπόν
θα πρέπει να ολοκληρώσουμε τη συζήτησή μας για τη γεννητικότητα.
Για να υπάρξει
κάποιος βασικός προσανατολισμός σε τούτο το θέμα θα αναφέρω αυτό που ανακάλυψα
πως είναι η συντομώτερη διατύπωση του Φρόυντ. Έχει εκφραστεί πολύ συχνά ο
ισχυρισμός, και οι κακές συνήθειες συζήτησης φαίνεται πως ενισχύουν τον
ισχυρισμό, ότι η ψυχανάλυση σαν θεραπευτική αγωγή προσπαθεί να πείσει τον
ασθενή πως ενώπιον Θεού και ανθρώπων έχει μια μόνο υποχρέωση: να έχει καλούς οργασμούς,
με κατάλληλο «αντικείμενο», και μάλιστα τακτικά. Πράγμα βέβαια που δεν είναι
αλήθεια. Κάποτε ρώτησαν τον Φ τι πίστευε πως έπρεπε να κάνει καλά ένας
κανονικός άνθρωπος. Αυτός που τον ρώτησε θα περίμενε πολύπλοκη απάντηση. Αλλά ο
Φ λέγεται πως είπε με τον κοφτό τρόπο των γηρατειών του: «να αγαπάει και να
εργάζεται». Αξίζει τον κόπο να δόσουμε σημασία σ’ αυτή την απλή φόρμουλα.
Γίνεται βαθύτερη όσο την σκέπτεται κανείς. Γιατί όταν ο Φ έλεγε «αγάπη»
εννοούσε γεννητική αγάπη, και μόνον γεννητική αγάπη· και όταν έλεγε αγάπη και
εργασία, εννοούσε μία γενική παραγωγικότητα της εργασίας που δεν θα απασχολούσε
τόσο το άτομο ώστε να χάσει το δικαίωμα ή την ικανότητά του να είναι ένα ον με
γεννητικότητα και αγάπη. Έτσι μπορούμε να βασιστούμε, αλλά δεν μπορούσε να
επιφέρουμε βελτιώσεις, στη φόρμουλα αυτή.
Η γεννητικότητα
λοιπόν, αποτελείται από την ανεμπόδιστη ικανότητα να αναπτυχθεί μια οργασμική
δύναμη τόσο πολύ απαλλαγμένη από κάθε προγεννητική παρέμβαση που η λίμπιντο
εκφράζεται σαν ετεροφυλοφιλική αμοιβαιότητα, με πλήρη ευαισθησία του πέους και
του κόλπου και με μια σχεδόν σπασμική εκφόρτιση τους έντασης από όλο το σώμα.
Πρόκειται για μάλλον συγκεκριμένο τρόπο να πούμε κάτι για μια λειτουργία που
στην πραγματικότητα δεν την καταλαβαίνουμε. Για να θέσουμε το ζήτημα πιο
γενικά: το όλο γεγονός της ανακάλυψης, δια μέσου της κλιματικής αναταραχής του
οργασμού, μιας υπέρτατης αμοιβαίας ρύθμισης δύο όντων αφαιρεί κατά κάποιο τρόπο
την οξύτητα και την εχθρότητα από τη δυνητική οργή που προκαλείται από την
αντίθεση του αρσενικού και του θηλυκού, της πραγματικότητας και της φαντασίας,
της αγάπης και του μίσους. Οι ικανοποιητικές σεξουαλικές σχέσεις κάνουν
επομένως το σεξ λιγότερο ιδεοψυχαναγκαστικό, την υπερβολική αναπλήρωση λιγότερο
αναγκαία και το σαδιστικό έλεγχο περιττό.
Απασχολημένη
καθώς ήταν με τις θεραπευτικές της πλευρές, η ψυχανάλυση δεν κατόρθωσε να
διατυπώσει το θέμα της γεννητικότητας με τρόπο σημαντικό για τις κοινωνικές
διαδικασίες σε όλες τις τάξεις, τα έθνη και τα πολιτιστικά επίπεδα. Είναι
φανερό πως το είδος της αμοιβαιότητας του οργασμού που έχει υπόψη της η
ψυχανάλυση επιτυγχάνεται εύκολα σε τάξεις και κουλτούρες που τυχαίνει να το
θεωρούν θεσμό του ελεύθερου χρόνου. Στις πιο πολύπλοκες κοινωνίες παρεμβαίνουν
σ’α υτή την αμοιβαιότητα τόσοι πολλοί παράγοντες υγείας, ευκαιρίας και
ιδιοσυγκρασίας που η κατάλληλη διατύπωση της σεξουαλικής υγείας, θα ήταν μάλλον
η ακόλουθη: ένα ανθρώπινο ον θα πρέπει να είναι δυνητικά ικανό να πραγματοποιεί
την αμοιβαιότητα στο γεννητικό οργασμό. Αλλά θα πρέπει επίσης να είναι έτσι
διαμορφωμένο ώστε να αντέχει κάποια ποσότητα απογοήτευσης όσον αφορά αυτό το
θέμα χωρίς υπερβολική παλινδρόμηση οποτεδήποτε απαιτούν κάτι τέτοιο η
συναισθηματική προτίμηση ή οι επιφυλάξεις λόγω καθήκοντος και πίστης.
Ενώ η
ψυχανάλυση έδωσε υπερβολική έμφαση στην γεννητικότητα σαν καθολική θεραπεία για
την κοινωνία και πρόσφερε με αυτό τον τρόπο ένα νέο εθισμό για ένα νέο
εμπορευμα για πολλούς που ήθελαν να ερμηνεύσουν έτσι τις διδασκαλίες της, δεν
υπέδειξε πάντοτε όλους τους σκοπούς που η γεννητικότητα στην πραγματικότητα θα
έπρεπε και πρέπει να συνεπάγεται. Για να έχει διαρκή κοινωνική σημασία η
Ουτοπία της γεννητικότητας πρέπει να περιλαμβάνει:
1. Αμοιβαιότητα συντρόφου
2. Με έναν αγαπημένο σύντροφο
3. Του άλλου φύλλου
4. Με τον οποίο είναι κανείς ικανός και
πρόθυμος να συμμεριστεί αμοιβαία εμπιστοσύνη.
5. Και με τον οποίο είναι ικανός και
πρόθυμος να ρυθμίσει τον κύκλο της α) εργασίας β) τεκνοποιίας γ) διασκέδασης
6. Για να εξασφαλίσουν κα στον απόγονο
όλα τα στάδια μιας ικανοποιητικής ανάπτυξης
Είναι φανερό
πως η πραγμάτωση μιας τέτοια Ουτοπίας σε ευρεία κλίμακα δεν μπορεί να είναι
ατομικό ή ακόμα και θεραπευτικό καθήκον. Και οπωσδήποτε δεν είναι καθαρά
σεξουαλικό θέμα. Είναι αναπόσπαστο μέρος του πολιτιστικού στυλ όσον αφορά τη
σεξουαλική επιλογή, τη συνεργασία και τον ανταγωνισμό. Ο κίνδυνος αυτού του
σταδίου είναι η απομόνωση, δηλαδή, η αποφυγή κάθε επαφής που καταλήγει στην
οικειότητα. Στην ψυχοπαθολογία, αυτή η διαταραχή μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά
«χαρακτηρολογικά προβλήματα». Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν σχέσεις που
καταλήγουν να είναι απομόνωση για δύο μόνο ανθρώπους, προστατεύοντας έτσι και
τους δυό συντρόφους από την ανάγκη να αντιμετωπίσουν την επόμενη κρίσιμη
εξέλιξη – την ανάπτυξη της γενεσιουργικότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου