Τετάρτη 29 Αυγούστου 2012

Ο τριπλασιασμός του κόσμου

Αντιγραφή από την εφημερίδα Ελευθεροτυπία


Του ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΑΡΑΝΙΤΣΗ
 
Την ευγνωμοσύνη την αισθάνεται κανείς όταν δεν την χρωστάει. Το διαυγές, καθησυχαστικό της νεύμα ενεργοποιεί αποχρώσεις στοργής και γλυκύτητας, χωρίς καμία αναφορά στο άγχος της οφειλής. Απαξ και η δωρεά είχε την ποιότητα της πηγαίας ανιδιοτέλειας, ο ευγνωμονών πολύ απέχει από το να βρίσκεται αναμεμειγμένος στη διαλεκτική του πάρε δώσε. Οσο κι αν το γεγονός μας παραξενεύει, η γνήσια ευγνωμοσύνη είναι αμετάβατη.

Αυτή η άποψη, αρχικά, ξενίζει. Όμως μια λιγότερο βιαστική εκτίμηση φέρνει στο προσκήνιο τη χαριτωμένη ελευθερία του ανθρώπου που δέχεται το δώρο με την κατανόηση του ότι, αν ο δωρητής αξιοποιεί κάτι, αυτό δεν είναι η προοπτική της αντιπαροχής αλλά μια ορισμένη αναπαράσταση της ψυχικής του ευρυχωρίας, όπου η ανάγκη του άλλου θα διανυκτερεύσει. Για να το κάνω λιανά, το δώρο προσφέρει ευτυχία όταν αντιληφθείς ότι δεν σου ζητούν τίποτα σε αντάλλαγμα. Ιδού το πλεονέκτημα μερικών φίλων που μοιάζουν τόσο αγαπητοί, τόσο ευχάριστα παρόντες στην οδύνη των ελλείψεων και τόσο παρήγορα τοποθετημένοι μακριά και πάνω από τη δική σου ανησυχία μήπως γίνεις βάρος. Το δώρο είναι ιερό όταν ήδη αποτελεί, αυτό το ίδιο, προεξόφληση του εαυτού του.

Οπωσδήποτε, το αντικείμενο που κατέχεται φθονερά ή κτητικά ή σαν ενέχυρο εξουσίας είναι εξ υποθέσεως δηλητηριασμένο· ο χρόνος του έχει ψυχθεί και βρίσκεται στο μηδέν, όπου θα παραμείνει μέχρι νεωτέρας. Αντιθέτως, το αντικείμενο ενισχύει στο έπακρο την επιρροή του, άρα και το νόημά του, όταν παραχωρηθεί αυθόρμητα σαν ένα σήμα, όχι απαραιτήτως κατεπείγον, αλληλεγγύης και τρυφερότητας.

Κυριολεκτικά, η ουσία του δώρου έγκειται στο ότι τριπλασιάζει τον κόσμο. Οντως, κάθε που ένα αντικείμενο φτάνει στο χείλος της δωρεάς, μας επιτρέπεται να πούμε ότι, για να δοθεί, πα' να πει πως η χαρά της προσφοράς ισοδυναμούσε εξαρχής, στη συνείδηση του δωρητή, με κάτι ελάχιστα περισσότερο από την αξία του ίδιου του αντικειμένου -διαφορετικά, πώς θα το αποχωριζόταν; Αυτή η αξία έρχεται ασφαλώς με τη μορφή της χαράς του ανθρώπου που προσφέρει το αντικείμενο ώστε να δώσει χαρά στον άλλο. Αν σ' αυτές τις δύο αξίες χαράς, προστεθεί η τυπική αξία του δώρου, αντικειμενικά σταθερή στην υλική της διάσταση, συμπεραίνει κανείς πως όχι μόνον η ευλογία του δωριζόμενου πράγματος υψώνεται στην τρίτη δύναμη, αλλά αυτή η εκλεπτυχμένη άλγεβρα είναι ίσως η μόνη γραμμή άμυνας του
Homo significans απέναντι στη βλακώδη αρπακτικότητα του σύγχρονου καταναλωτή.

Οπότε το φως της ευγνωμοσύνης αντιστοιχεί σ' έναν υπερθεματισμό του δώρου, σε μια επιπλέον βαθμίδα της προσφοράς, της οποίας ο ηθικός χαρακτήρας είναι βαθύτατα πολιτικός: αν ο μοντέρνος κόσμος θεμελιώνεται στον διπλασιασμό των πραγμάτων, στην παραγωγή αντιγράφων και ψευδαισθήσεων ομοιότητας ή υποκατάστασης, ο πρωταρχικός κόσμος του παραδείσου, όπως μας τον κληρονόμησαν οι ποιητές, ιδιαίτερα εκείνοι που λάτρεψαν το μυστήριο της Φύσης, κατοπτρίζεται σε μιαν ιδέα αυθεντικού τριπλασιασμού, όπερ έδει δείξαι.

Το ανάλογο υπονοείται, ας πούμε, στο τριαδικό πλαίσιο σκέψης των χριστιανών στοχαστών ή στην ινδική φιλοσοφία Σάνκυα, σύμφωνα με την οποία πρέπει πάντα να σκεφτόμαστε με όρους τριάδων και όχι εγκλωβισμένοι στο φονικό περιβάλλον του δυϊσμού. Από κει, το δώρο εισβάλλει στην εμπειρία ως εκπρόσωπος τριών αξιών (του δωρητή, του αποδέκτη και του κόσμου ως εγγυητή) για να καταστρέψει τις μετωπικές αντιπαλότητες. Αν ο θετικός και ο αρνητικός πόλος αντισταθμίζουν ο ένας τον άλλον (κι αυτό θα ίσχυε ακόμη και στην περίπτωση, π.χ., μιας ευγνωμοσύνης που θα αντιστάθμιζε την γενναιοδωρία), ένας τρίτος όρος ήταν ανέκαθεν απαραίτητος. Δεν τον υιοθετήσαμε και γι' αυτό ο κόσμος μας, κακά τα ψέματα, δίνει την εντύπωση ότι πλησιάζει στο τέλος του.

Αναφέρθηκα στη Φύση επειδή αποτελεί το κατ' εξοχήν δώρο, το αρχέτυπο όλων των μορφών ανιδιοτελούς προσφοράς. Αν μας τη χάρισαν οι θεοί ή η τύχη ελάχιστα μετράει. Σημασία έχει ότι η παραγνώριση, από μέρους μας, του καθήκοντος και της ικανότητας να τη συλλάβουμε σαν δωρεά και να τη δωρίσουμε με τη σειρά μας αντί να την ταπεινώσουμε, αντί να ανακρίνουμε ένα ένα τα περιεχόμενά της μέχρι να φτύσουν αίμα (υπογραμμίζω ότι αναφέρομαι όχι μόνον στην εκμετάλλευση αλλά και στην επιστήμη), η αμέλεια αυτή, επαναλαμβάνω, είναι ακριβώς που οδήγησε στην κατεδάφιση της συμβολικής πραγματικότητας. Πιστεύοντας ότι η ευγνωμοσύνη για τη φιλοξενία που μας παρασχέθηκε αντιστοιχούσε σε άδεια υπενοικίασης, γίναμε πρόσφυγες σ' ένα σύμπαν του αδιαχώρητου και, συνάμα, της πιο ακραίας μοναξιάς.

Ετσι, ο αληθινά ευγνώμων δεν χρωστάει αλλά συνυπάρχει με τον γενναιόδωρο στην ψυχική αντήχηση της πράξης της δωρεάς. Για να νιώσεις ειρηνικά την ευγνωμοσύνη προϋποτίθεται ότι ο ευεργέτης έδρασε με τον διακριτικό και ποιητικό τρόπο μιας έξυπνης αγάπης που αφήνει το ταμείο ανοιχτό για μετά τον θάνατό της, δηλαδή για όταν δεν θα έχει την παραμικρή χρεία ταμείου. Σε τελική ανάλυση, η ευγνωμοσύνη που απαντάει σε μια δωρεά χαρακτηριζόμενη από ολοκληρωτική έλλειψη της διάστασης του ανταλλάγματος είναι μάλλον κάτι που πρέπει να χρωστάει ο δωρητής στον αποδέκτη κι όχι αντίστροφα. Με ανοιχτό το κύκλωμα της αγάπης, το δώρο αναβοσβήνει ντροπαλά και ταυτοχρόνως αγέρωχα, δίχως να ανήκει πουθενά, όπως τα αστέρια του νυχτερινού ουρανού.

Αυτό επαληθεύεται, παρεμπιπτόντως, στην πεποίθησή μου ότι τον τσιγκούνη τον καταλαβαίνεις μάλλον από το ότι δεν παίρνει, και όχι από το ότι δεν δίνει. Εδώ που τα λέμε, όλοι δίνουν λίγο πολύ, είτε υπό το κράτος πιέσεων που εκπορεύονται από στοιχειώδεις υποχρεώσεις, φιλικές ή κοινωνικές, όπως τις λένε, είτε ελπίζοντας να εισπράξουν ξανά την αξία συν τους τόκους. Ως εκ τούτου, ο τσιφούτης περνάει απαρατήρητος, αφού ωθείται, έστω παρά τη θέλησή του, σε ασκήσεις δύσθυμης παραχώρησης, πάντως παραχώρησης. Ωστόσο, η αναπηρία του βοά όταν τον βλέπουμε να αρνείται να πάρει, πράγμα που ο ίδιος, αφελώς, θεωρεί συνώνυμο της αξιοπρέπειας και της ανεξαρτησίας. Αγνοώντας τη συνταρακτική διαφορά ανάμεσα στο παίρνω και στο εισπράττω, ο τσιγκούνης φοβάται όχι μήπως του χρωστούν (και δεν τον εξοφλήσουν), όπως νομίζουμε συνήθως, αλλά μήπως φτάσει στο σημείο να χρωστάει αυτός.

Θέση αντιφατική: ευγνωμοσύνη αισθάνομαι απέναντι σ' εκείνους τους φίλους που δεν με υποχρεώνουν να θυμάμαι ότι τους χρωστάω. Χρωστάς όταν δεν κουβαλάς κανένα βάρος: το αντίθετο εκείνου που διατυμπάνιζε ο πατέρας μου, δηλαδή ότι απαλλάσσεται κανείς από το βάρος όταν δεν χρωστάει. Ως προς το κάθε όμορφο πράγμα που εμφανίζεται στο οπτικό μας πεδίο, θα άξιζε να θέλουμε όχι να το αποκτήσουμε αλλά να το ευχαριστήσουμε για το ότι υπάρχει. Αυτά τα γράφω επειδή, όπου να 'ναι, θα ξεκινήσει το παραλήρημα των Χριστουγέννων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου