Δευτέρα 11 Ιουνίου 2012

Αλέξανδρος Δουμάς για τον Κανάρη


Από τη «ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ» 15 Μαρτίου 1998

Αναδημοσίευση από το περιοδικό ΧΙΟΝΗ, Φεβρουάριος 1999


Αλέξανδρος Δουμάς: συγγραφέας 25 θεατρικών έργων και υπερδιακοσίων μυθιστορημάτων, απέκτησε, όπως ξέρουμε, τη φήμη του μυθιστοριογράφου που παίρνοντας κυρίως τα θέματά του από την ιστορία τα ανήγαγε σε δημοφιλή αναγνώσματα, με επικεφαλής τους "Τρεις σωματοφύλακες". Παρόλα αυτά ο Δουμάς σε ηλικία μόλις 24 ετών, το 1826, και ένα περίφημο ποίημα, που τον κατέταξε ανάμεσα στους ένθερμους φιλέλληνες της εποχής εκείνης. Ο ίδιος φρόντισε να το κυκλοφορήσει σε μορφή μπροσούρας, υπό τον τίτλο "Κανάρης - Διθύραμβος από τον Αλέξανδρο Δουμά υπέρ των Ελλήνων". Στις μέσα σελίδες υπήρχε ολοσέλιδη προσωπογραφία του πυρπολητή. Οι εισπράξεις από την πώληση της μπροσούρας, ενίσχυαν τον υπέρ των όλων αγώνα των Ελλήνων. Άλλωστε από το 1826 είχε συσταθεί στο Παρίσι η "societe philantropique en faveur des Grecs" στην οποία συνέρρεαν ενισχύσεις από όλες τις χώρες.

Κώστας Κριτσίνης


Η Χίος δεν υπήρχε πια… Τη βρήκε αρπαχτική

Άρπη, ερινύα, θύελλα, νυχτιά χωρίς φεγγάρι,

Σφαγή, φωτιά κι ερήμωση, κόλαση δαντική

-          Ένας λαός στο δόκανο του Τούρκου μακελάρη.



Όπως το κύμα έσπρωχνε νεκρά προς τα Ψαρά

Αντρών και γυναικών κορμιά σφαγμένα απ’ τη λεπίδα

Των Τούρκων, σαν να ζήταγαν, θα ‘λεγες, γοερά

Τον άδικό τους θάνατο να εκδικηθεί η πατρίδα.



Καταμεσής παρ’ όλα αυτά στο χιώτικο λιμάνι

-          Με μπαϊράκια ξέφρενα στου ανέμου τη ριπή –

Ήταν καθώς στον πάνσεπτο Σταυρό το ραμαζάνι

Ν’ απεύθυνε ξεδιάντροπα μιαν ύβρη ποταπή.



Τυλίγοντας στη σκοτεινιά τα ξάρτια της αρμάδας

Τα μαύρα πέπλα πέφτανε από τους ουρανούς,

Μα στο πλατύ κατάστρωμα της ώριας καπιτα΄νας

Φωτός λαμπιόνια κρεμαστά ανοίγανε κρουνούς.



Νιώθοντας γύρω τις ακτές που είχεν ερημώσει

Στο γλεντοκόπι αφήνονταν ο μέγας Καραλής,

Στους ήχους τους αργόσυρτους μιας λάγνας μουσικής

Πώς και μια ήττα μπόραγε, ξεχνούσε, να σιμώσει.



Προσκαλεσμένα γύρω του ρετζάλια ξακουστά

Σερμπέτια απολαμβάνανε λογιών – λογιών φτιαγμένα

Μέσα σε τάσια επίχρυσα φερμένα από μακριά

Κι από τεχνίτες έμπειρους της Κίνας δουλεμένα.



Μα ο μουσικός απόηχος της φαύλης συντροφιάς

Καθώς των έρημων ακτών την ηρεμία χαλούσε

Τις σκιές των οσιομάρτυρων της πλάνας λευτεριάς

Απ’ του θανάτου το βαθύ τον ύπνο τους ξεπνούσε.



Όχι μακρυά απ’ τις χλωμές πάνω στο κύμα αναλαμπές

Που ο φωτισμός του ντελινιού σε κύκλο ιχνογραφούσε

Το άντρο της θάλασσας βαθύ μονάχα μ’ έμπειρες καμπές

Κι ο ανεμόδαρτος ψαράς δύσκολα ξεπερνούσε.



Τη νύχτα εκείνη που σκοτάδια επέφτανε πυκνά

Δύο πλοία περιφρόνησαν του άντρου τη φοβέρα:

Τα οδήγαγε η εκδίκηση, αυτή που κάνει πέρα

Το φόβο και με θάρρεμα γεμίζει την καρδιά.



Να το μπουρλότο που εντός του κρύβει τη φωτιά

Θα πάει ευθεία να χωθεί στο εχθρικό ντελίνι:

Αυτοί που σφάξαν άσπλαχνα γυναίκες και παιδιά,

Αυτοί που κάψανε τη Χιό, κανείς τους να μη μείνει.



Κι η ναυαρχίδα νάτηνε των Τούρκων η τρανή

Απ’ τον αητό των θαλασσών που παίρνει τ’ όνομά της,

Αυτόν που μεσο – ούρανα πλανιέται κι απ’ εκεί

Αγγίζοντας τη θάλασσα ραμφίζει τα νερά της.



Προδίνοντας το σκεπτικό που πιέζει την καρδιά του

Ο αρχηγός της βλέποντας στο βάθος το λιμάνι,

Τρέμει στους ήχους που η ηχώ φέρνει ξανά κοντά του

Και στο τραγούδι της χαράς καθώς στ’ αυτιά του φτάνει

Μ’ ένα τραγούδι απαντά απώλειας και θανάτου:



« - Είθε η προστάτις η σκια

Των ουρανών

Να σεκοντάρει την ελπίδα της καρδιάς μας

Και για τους άγριους νικητές

Αυτή η νύχτα, ω Χίος,

Είθε να είναι η τελευταία.



Είθε κι οι φωτιές τους της νύχτας

Κατεσταλμένες ως είναι,

Για να τους ασφαλίζουν,

Είθε να πάψουν

Ν’ απομακρύνουν απ’ αυτούς

Το θάνατο που πλησιάζει.



Μακάρι ακόμη

Η ηρεμία και η σιωπή

Να φέρουν

Την παράκλητη ώρα της εκδίκησης

Που την απαιτούν

Δέκα αιώνες σκλαβιάς!



                - Ζυγίζοντας οι ξένοι

                Τις αλυσίδες μας λένε:

                Δεν είσθε πια οι Έλληνες

                Του Μαραθώνα,

                Από τους ήρωες της Σπάρτης και της Αθήνας

                Σας μένει μόνο

                Το μάταιο όνομα,

                Αλλά πια δεν είναι το αίμα εκείνων

                Μέσα στις φλέβες σας.



                -Πάει καιρός

                Που υποφέρουμε τις ύβρεις τους,

                Την εξευτελιστική

                Περιφρόνησή τους.

                Οι λαοί όμως

                Θα δουν τις πληγές μας

                Και θ’ αναγνωρίσουν τις θυσίες μας!

               

-Και σεις

Που η Άγια Λευτεριά

Μάταια σας αναζητεί

Ανάμεσα στους στρατιώτες της,

Και σεις

Που η σκλαβιά ή ο φόβος

Σας αλυσοδένει ακόμη μακριά απ’ τις μάχες,

Θ’ αφήνετε για πάντα,

Μέσα στα εφήμερα καπρίτσια τους,

Υβριστικούς κυρίαρχους

Να μολύνουν με τις ορέξεις τους

Τα κορίτσια και τις μανάδες σας,

Και να βλέπετε επί πολύ ακόμη

Τα κεφάλια των αδελφών σας

Να στολίζουν τα παλάτια των σουλτάνων

Χωρίς να εκδικείσθε το θάνατό τους;



Ξύπνα λαέ!

Η ελευθερία σε καλεί!

Από τη σκόνη των αιώνων

Η Ελλάδα θα βγει

Πιο λαμπερή και πιο ωραία!

Και η δόξα θ’ ανανεώσει

Τις ενθυμίσεις

Τριών χιλιάδων χρόνων.

Όρθιοι!

Όχι πια φοβισμένες κινήσεις,

Το αίμα των τυράννων

Να περάσει

Πάνω απ’ τις συμφορές σας.

Για να πολεμήσεις

Δεν έχεις όπλο;

Σήκωσε τα χέρια σου

Και χτύπα με τις αλυσίδες σου!»



Ως έτσι μονολόγησε της Χίου ο φονιάς

Σώπασε κι αφουγκράστηκε το φλοίσβο του κυμάτου

Κι όπως κι οι άλλοι μπέηδες σιγήσαν της Τουρκιάς

Απλώθηκε για μια στιγμή μια ηρεμία θανάτου.



Το μαύρο πέπλο σκέπασε της φοβερής νυχτιάς

Όλη τη γη, τη θάλασσα, το χιώτικο λιμάνι

Και να σε λίγο απ’ τις σκιές οι λάμψεις της φωτιάς

Μες’ στο πυκνό της ματωμένης κόλασης ντουμάνι.



Βλέπαν οι αιθέρες έκπληκτοι πρωτόγνωρη μια αυγή

Κι όσα καμένα λείψανα μείναν απ’ το κουφάρι,

Ενώ οι κραυγές που στέλνανε η δόξα, η νίκη και η οργή

Στους ουρανούς ανέβαζαν τ’ όνομα του Κανάρη!  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου