Δευτέρα 21 Μαΐου 2012

Οι μικροκάμερες των αγγέλων (ολόκληρο το άρθρο)

Του Ευγένιου Αρανίτση (Ελευθεροτυπία, Φεβρουάριος 2007 - ολόκληρο το άρθρο)


Ποιος θυμάται σήμερα τι ήταν, κάποτε, αυτό που έκανε τους ντροπαλούς ανθρώπους αξιαγάπητους; Ισως ήταν η υποψία ότι για να δεις τον κόσμο απ' τη σκοπιά της αλήθειας που πιστοποιεί την ανθρώπινη ιδιότητα χρειάζεται κάτι παραπάνω από δύο μάτια, και συνάμα κάτι λιγότερο. Γι' αυτό και κάθε ποιητής άξιος του ονόματός του ονειρεύεται μιαν επανάσταση που θα άρχιζε με το χαμήλωμα των βλεφάρων. Για παράδειγμα, τη στιγμή του κεραυνοβόλου έρωτα, το ρεύμα του φωτός ακινητοποιείται και λιμνάζει μ' έναν τρόπο τόσο εκτυφλωτικό ώστε βλέπεις τα πάντα και τίποτα.

Εξαιτίας αυτής της αμφιλογίας, και παρακάμπτοντας τη συμβατική χρονικότητα, το βλέμμα δέχεται ένα τελεσίγραφο και προλαβαίνει να αιχμαλωτίσει, μέσα στη μεθυσμένη του διακύμανση, το φρικτό μυστήριο των μετρήσιμων μεγεθών· συλλαμβάνει το αίνιγμα του Ενός, το αίνιγμα του Δύο, και τη σιγουριά πως ή θα ερωτευθεί στα πρώτα 8,3 δευτερόλεπτα ή ποτέ. Τέτοιος είναι ο χρόνος που απαιτείται για να φτάσει στη Γη το φως του ήλιου. Ο άλλος έγινε ήλιος προς στιγμήν, και η στιγμή διαρκεί 8,3 δευτερόλεπτα, δηλαδή αιωνίως.

Ο ι ντροπαλοί δεν σε κοιτάζουν, όταν όμως σε κοιτάξουν, κι αυτό γίνεται συχνά αισθητό κατά τη συνάντηση με το βλέμμα των παιδιών, προκαλούν στην ασπίδα των αμυντικών σου προσποιήσεων ένα μικρό ρήγμα. Μια φορά κι έναν καιρό, έζησε ένα είδος ανθρώπου για τον οποίο έλεγαν ότι το βλέμμα του σε διαπερνούσε, ότι η ματιά του ήταν τόσο στοχαστική και διεισδυτική ώστε δύσκολα μπορούσες να του κρύψεις αυτό που, αν δεν κρυβόταν, η πεζή επιβίωση θα είχε γίνει ακατόρθωτη. Δυσκολευόσουν να του κρύψεις ειδικά εκείνο που παρέμενε μέσα σου αποσιωπημένο γιατί ανήκε στην τάξη του πόνου, της εγκαρτέρησης και της απελπισίας. Αυτός το γνώριζε και, από ευγένεια, απέφευγε να σε κοιτάξει. Οπότε προτιμούσε να κοιτάζει τη θάλασσα και τα συννεφάκια στον ορίζοντα, και να κάνει προβλέψεις για τον καιρό. Στη γειτονιά του, τον θεωρούσαν «αφηρημένο».

Ε τσι οι άλλοι τον αγαπούσαν ακριβώς επειδή τους έκανε το χατίρι να είναι διακριτικός, και ταυτόχρονα τον φοβόνταν, τον σέβονταν και τον απέφευγαν. Οι ίριδες των ματιών του έδιναν την εντύπωση ότι είχαν πρόσφατα αντικρίσει απόκοσμες όψεις της ταραχής που συντονίζεται κρυφά με τους ρυθμούς της οικουμένης για να την εξοικειώσει με τον θάνατο, και επομένως υπήρχε εκεί το ίχνος ενός αριστοκρατικού μαρασμού, κάτι στωικό και πένθιμο. Αυτός ο τύπος ανθρώπου, που σε κοίταζε φωτίζοντάς σε μελαγχολικά και με μια δόση αυστηρότητας, σαν να σου αποσπούσε τα μυστικά, δεν υφίσταται πλέον.

Η εξαφάνισή του, ενδεχομένως, οφείλεται στο γεγονός ότι, για να καρποφορήσει το βλέμμα πρέπει ο σπόρος του προηγουμένως να ταφεί, ενώ σήμερα οι σπόροι παρασύρονται οπουδήποτε δίχως να ριζώνουν. Ζούμε σε μια πανσπερμία σημάτων που ιριδίζουν κάτω από έναν ουρανό αδιαφορίας. Προκειμένου το βλέμμα να διαπερνά τις σημασίες των αντικειμένων, τα αντικείμενα όφειλαν να το σταματούν σαν πνευματικά εμπόδια, να υψώνονται σαν υλικές ιδιοτροπίες, σαν ερμητικές αποδοχές στο άδυτο των οποίων το βλέμμα προσέκρουε ζωηρά και επέστρεφε στην πηγή του.

Χαρακτηρίζοντας ένα βλέμμα «διαπεραστικό» εννοούσαμε ότι αυτό, προφανώς, συναντούσε κάποιαν αντίσταση και την κατέλυε, σκόνταφτε σε κάποιο νόημα του οποίου την αδιαφάνεια υπερνικούσε. Τότε, στο επόμενο εμπόδιο, επέστρεφε στον πομπό του μετά από μιαν όμορφη, ηχηρή αντανάκλαση, φέρνοντας πίσω την εμπειρία.

Κ αι νά γιατί ήταν τόσο δύσκολο να κοιταχτούν δύο άνθρωποι στα μάτια χωρίς να πνιγούν στα κύματα της αμηχανίας. Η βιβλική φράση Abyssus abyssum invocat, η άβυσσος επικαλείται την άβυσσο, αν και διακινεί μιαν εντελώς διαφορετική έννοια, σχετική με την αλυσίδα των σφαλμάτων, μου θύμιζε πάντα αυτή την ιλιγγιώδη στιγμή της αντοψίας, όταν το ένα βλέμμα άνοιγε το θανάσιμο σημείο φυγής του απέναντι στο άλλο. Επειδή, στην κόψη του ξυραφιού, την ώρα της μέγιστης έντασης, όταν τα πνεύματα που στοιχειώνουν το ορατό κρατούν την αναπνοή τους και ζυγίζονται, εκείνο που κάνει το ένα βλέμμα ως προς το άλλο είναι, όντως, να το επικαλείται, να αντλεί απ' αυτό τη νομιμοποίηση των ορίων του. Αν σήμερα οι άνθρωποι κοιτάζονται συνεχώς και με ευκολία, είναι διότι το μάτι δεν επικαλείται τίποτα, το μάτι αποτελεί κάτι το αμιγώς βιολογικό, σαν το αιδοίο των ανατόμων ή σαν τον φακό της κάμερας.

Η πρόκληση λοιπόν, κατά τη διασταύρωση των βλεμμάτων, αντιστοιχούσε στο να θυμάσαι πως ναι μεν σε είλκυαν τα ανθισμένα πράγματα όμως, επίσης, πως η αγάπη δίσταζε να μαζέψει τα άνθη από το χείλος του γκρεμού, γιατί ήξερε κατά βάθος, μια και περί βάθους επρόκειτο, πως αυτό μπορούσε να σημάνει το τέλος της. Η αγάπη συγκλονιζόταν μόλις ατένιζε, στο πρόσωπο του άλλου, την πηγή των ψυχικών αποστάσεων, και οδηγείτο διαρκώς σε παρακαμπτήριους επιδιώκοντας να εξασφαλίσει ψευδαισθήσεις ανακούφισης, αυτό ήταν το παιχνίδι, έτσι ζούσαμε, και το μέτρο της αξίας του καθενός μας δινόταν απ' την προθυμία του να κριτικάρει αυτές τις ψευδαισθήσεις. Οταν κάποιος προέτρεπε τους ανθρώπους να νιώσουν τρυφερότητα, οι άνθρωποι δεν κάθονταν να σκεφτούν αν εκείνος ο κάποιος ήταν ή όχι εξουσιοδοτημένος να τους συμβουλεύει, αφού τους κυρίευε ο τρόμος στην ιδέα πως η τρυφερότητα ισοδυναμούσε με το απροσμέτρητο θάρρος που χρειαζόταν ώστε να κοιτάξουν τον άλλον στα μάτια. Αυτός ο τρόμος υπήρξε ο πατέρας της γενιάς μου, ο επιτελικός νους πίσω από όλους τους τυχοδιωκτισμούς της. Ο ψυχικός τονισμός του βλέμματος εξακολουθούσε, στην εποχή μου, να αποτελεί προσωπίδα με τη θεατρική έννοια του όρου, γι' αυτό και ο σκηνοθέτης, ας πούμε ο Θεός, ήταν απαραίτητος.

Α ν το διεισδυτικό, το διαπεραστικό βλέμμα χάθηκε, είναι επειδή ο κόσμος μας, σήμερα, παρουσιάζεται απολύτως διαπερατός. Το βλέμμα γλιστράει πάνω στις προσόψεις και δεν αγκυροβολεί ποτέ. Τα πράγματα μας κοιτάζουν σαν βουβές, τυχαίες, εφήμερες και ασυνάρτητες απαντήσεις των ναρκισσιστικών αναγκών μας και, ως εκ τούτου, δεν μας βλέπουν. Ο Ελύτης περιέγραφε τον τρόπο με τον οποίο τον έβλεπε ο κήπος του, ο Νίτσε έλεγε πως, όταν κοιτάζεις το βάραθρο, αυτό σου ανταποδίδει το κοίταγμα, κι όσο για τους Ελληνες της αρχαιότητας, είχαν δύο ήλιους, αυτόν που έβλεπαν κι αυτόν που τους έβλεπε. Τώρα, στο τυφλό σημείο οιουδήποτε πράγματος έχει εναποτεθεί μια μικροκάμερα, που θα πει πως θυσιάσαμε την ιδέα ότι ο Θεός είναι παντού, σε όλες τις κλειδαρότρυπες του σύμπαντος (ο παλιός Θεός ήταν λιγάκι ηδονοβλεψίας, γι' αυτό κι εμείς, μεταφορικά μιλώντας, γδυνόμαστε μπροστά του διστακτικά και παίρνοντας όλων των ειδών τις πόζες), τη θυσιάσαμε προς χάριν της υποτιθέμενης ελευθερίας που απέρρεε απ' την πίστη πως ο Θεός είναι όχι μόνον παντού αλλά και πουθενά, π.χ. στο Διαδίκτυο.

Σχηματίζοντας τη βεβαιότητα ότι, με τον θάνατο του Θεού, πάψαμε να τελούμε υπό παρακολούθησιν, αρχίσαμε φυσικά να παρακολουθούμε ο ένας τον άλλον, όμως αυτή η κακή περιπέτεια, εφόσον η ιδέα που τη γέννησε ήταν θεμελιωμένη σ' έναν θάνατο που δεν συνειδητοποιήθηκε, οδήγησε στην ποσοτική κατάχρηση του κοιτάγματος, δηλαδή στο κατώφλι της τυφλότητας, όπους κανείς δεν βλέπει κανέναν. Ειλικρινά, δεν θα με πείραζε και τόσο να με παρακολουθούν. Στις λεγόμενες ιδιωτικές στιγμές, τι άλλο θα έβλεπαν αν όχι λειτουργίες αποκλειστικά βιολογικές, θέαμα κατ' εξοχήν ιατρικό και βλακωδώς ανούσιο εδώ που τα λέμε; Αν θέλετε τη γνώμη μου, το αληθινό σκάνδαλο της αρχικής εκρηκτικής ακροαματικότητας παιχνιδιών του είδους Big brother ήταν το αντίθετο εκείνου που κατονόμασε ο τύπος και η κοινή γνώμη· το αληθινό σκάνδαλο εντοπιζόταν στο γεγονός ότι κανείς δεν σοκαρίστηκε γιατί, εκεί, δεν υπήρχε τίποτα να δούμε, ούτε καν παρωδία. Το σκάνδαλο, για το βλέμμα, δεν ήταν όλος αυτός ο καθωσπρεπισμός της αισχρότητας, το σκάνδαλο ήταν η απέραντη απογοήτευσή μας απ' το ότι δεν είδαμε τίποτα το σκανδαλώδες. Ιδού τι δεν ομολογήσαμε. Και σε ποιον να το ομολογήσουμε, άλλωστε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου