Δευτέρα 2 Απριλίου 2012

Συνέδριο Τυφλών

του Ευγένιου Αρανίτση (από την εφημερίδα Ελευθεροτυπία)

Η εικόνα της Γκερέκου με ξανατράβηξε στην Κέρκυρα που, καλώς ή κακώς, καταλαμβάνει τη θέση αρχιμήδειου σημείου ως προς τους λογοτεχνικούς μου πειραματισμούς μου εδώ και 30 χρόνια. Εννοείται πως, για να γίνει η Κέρκυρα έμμονη ιδέα, δεν θα αρκούσε το γεγονός ότι την λατρεύω, ότι μεγάλωσα στους κήπους και τους αμέτρητους θερινούς της κινηματογράφους ή ότι είναι αναμφισβήτητα η ομορφότερη πόλη της ανατολικής Μεσογείου. Οχι, συνεισέφερε εδώ η πεποίθησή μου σύμφωνα με την οποία η βαθύτερη κατανόηση του αινίγματος της κερκυραϊκής μοίρας ισοδυναμεί, μπορώ να το πω χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, με την κατανόηση της ίδιας της Ελλάδας, δηλαδή του ανεπίλυτου ζητήματος της ελληνικής ταυτότητας. Ιδού τι ήταν ανέκαθεν, για μένα, η πρωτεύουσα της Επτανήσου. Λένε ότι, στις πόλεις, ένα στα δέκα πουλιά έχουν πάψει να κελαηδούν εξαιτίας της ρύπανσης, χημικής και ηχητικής. Θα 'θελα να 'μαι, για την πόλη μου, αυτό το δέκατο καναρίνι, που επανήλθε στην ορχήστρα.

Φυσικά, μιλώντας για τη δυνατότητα κατανόησης, αναφέρομαι κατ' αρχάς στην επίγνωση της τραυματικής μας αμφιταλάντευσης μεταξύ Ανατολής και Δύσης, αυτής που είχε ως αποτέλεσμα την άνιση ανάπτυξη των δύο λοβών του εθνικού μας εγκεφάλου, απ' όπου και τα συμπτώματα εκφυλισμού και πολιτισμικής σύγχυσης, για να μην πούμε και για τη μαζοχιστική προθυμία να ξεπουληθούμε στους δολοφονικούς πλειστηριασμούς της τουριστικής αφομοίωσης, της οποίας εντούτοις τις αλλεπάλληλες ταπεινώσεις μισούμε με φανατισμό - ψέματα; Ενδεχομένως, το κάναμε μη έχοντας τίποτα να χάσουμε αφού τα είχαμε χάσει ήδη όλα απ' την ώρα που εγκαταλείψαμε τους ελαιώνες στα νέφη των γεωπονικών δηλητηρίων και την απόλαυση του κρασιού σε εκείνους που δεν ήξεραν τι είναι το αμπέλι1. Αυτή η αδιάψευστη αναλογία μεταξύ ελληνικής και κερκυραϊκής υπόθεσης είναι κάτι που πρέπει να το τονίσω εμφατικά ώστε να αποτρέψω την παρεξήγηση στον νου ορισμένων, οι οποίοι θα έβρισκαν ιδιαίτερα βολική την υποψία πως όλα τα παραπάνω, κι αυτά που έπονται, τα γράφω υποκινούμενος από κάποια νοσταλγία που ματαιώθηκε ή από σκέτο συναισθηματισμό.



Κρίμα, αυτός ο τελευταίος εξαντλήθηκε σ' ένα στιγμιαίο ρίγος απελπισμένου συμβιβασμού με το κακό, όταν συνειδητοποίησα, ξαφνικά, μετά από χρόνια απουσίας, ότι το μη εμπορικό τμήμα της παλιάς πόλης, τουτέστιν το πιο πολύτιμο για την αντοχή της ψυχής μας στις κακουχίες της εκσυγχρονιστικής καταιγίδας, είχε αρχίσει να αποσυντίθεται και να καταρρέει μπροστά στα εντελώς απαθή βλέμματα της πλειονότητας των ντόπιων, με τα σκουπίδια να πλημμυρίζουν τις αθέατες πλατείες της παιδικής μου μυθοπλασίας. Οι ωχρές τους ανταύγειες κυματίζουν ακόμη σήμερα μέσα σε υποβλητικούς μαίανδρους ανεξίτηλων συγκινήσεων, πλατείες ελάχιστα μεγαλύτερες από δαχτυλήθρες, όπου γυρόφερνε ένα στοιχείο νεραϊδικό, όπως στα μυστηριώδη τοπία του Ντε Κίρικο, κρησφύγετα των πνευμάτων της πέτρας και της ώχρας, ανάγλυφοι χάρτες των ονείρων μιας θρυλικής πόλης όπου θα ήθελες να κυκλοφορείς φορώντας τα γάντια που σε κάνουν αόρατο και σου επιτρέπουν να διασχίζεις καθρέφτες. Κύριοι, ο καθρέφτης μας έσπασε με ευθύνη ημών των ιδίων και θα πρέπει να επωμιστούμε την ατυχία.



Τώρα, εκεί, δυστυχώς, οι άνθρωποι σκέφτονται μέρα νύχτα πώς να διαμορφώσουν τα κάγκελα των αψίδων σε εισόδους τουριστικών μικροκαταστημάτων. Ο διάολος με τραβάει απ' το μανίκι στο παράδειγμα ενός συγκεκριμένου παπά, παχουλού και σοβαροφανούς ως συνήθως, ο οποίος έχει αναβαθμίσει τις οικιακές του ανέσεις, σ' ένα από τα πιο αδικημένα σοκάκια, κάνοντας χρήση των υλικών που θα ταίριαζαν σ' ένα ημιϋπαίθριο πρατήριο πετρογκάζ. Τζαμαρίες και χρωματιστά σίδερα ολοκληρώνουν την ευτυχία που γεννήθηκε με τα μιούζικαλ του Δαλιανίδη. Ετσι συνεχίζονται οι σπασμοί στην σκωληκοειδίτιδα της πόλης. Χρειάζεται να προσθέτω ότι κανείς δεν την εγχείρησε; Και να γιατί η Γκερέκου κατοικεί στο Λιστόν, και όχι στην πλατεία της Λεμονιάς, φέρ' ειπείν.



Θα τον διαλέξω λοιπόν αυτόν τον άρπαγα εφημέριο σαν μεγαλειώδες παράδειγμα ηθικής και πολιτικής αλλοτρίωσης. Απ' τους ακύμαντους ρυθμούς του παρελθόντος, από την εύθραυστη ευγένεια των καμπυλών και των χρωμάτων αυτής της απαράμιλλα όμορφης περιοχής όπου ο ίδιος έχει τρυπώσει προσφέροντας στέγη στη νοοτροπία του τρωκτικού, αδυνατεί να διακρίνει γύρω του οποιαδήποτε πηγή φωτός. Τυφλός εκ γενετής, αν και όχι με τη στενά οφθαλμολογική σημασία του όρου, ο ρασοφόρος μας προχωράει ψαύοντας αλλά αποφασιστικά. Μάλιστα, η ανυπολόγιστη όσο και επιθετική κακογουστιά του δίνει τα ρέστα της κάθε που πλησιάζουν οι γιορτές των Χριστουγέννων, οπότε ο άνθρωπος του Θεού βιάζεται να κρεμάσει έξω απ' την απερίγραπτη κατοικία του πελώρια ομοιώματα αηβασίληδων που σκαρφαλώνουν στη στέγη, σαν για να διαπιστώσουν εάν φαίνεται από κει η Ντισνέιλαντ. Απ' όλες τις ανορθογραφίες που συνάντησα στη ζωή μου καμιά δεν μου προκάλεσε τέτοιον θυμό.



Επειτα, σε απόσταση λίγων μέτρων από το σπίτι του περί ου ο λόγος αόμματου ιερέα, εκτεθειμένα πάνω στη μικρή πλατεία που φιλοξενεί τον ίσκιο του κωδωνοστασίου της Μητρόπολης, φιγουράρουν εδώ και πέντε τουλάχιστον χρόνια, αν κρίνουμε από το ξεθώριασμα που προκάλεσε βαθμιαία η βροχή, τα αποκρουστικά πειστήρια της κερκυραϊκής αμεριμνησίας, ένα σαπισμένο έπιπλο γραφείου και μια σακατεμένη βιβλιοθήκη, περιτριγυρισμένα με τη σειρά τους, κατά καιρούς, από κιβώτια, ντέξιον, τούβλα και σανίδες, ώστε να εικονογραφείται πλήρως η χωρίς προηγούμενο αναισθησία της αυτοδιοίκησης απέναντι στις χαίνουσες πληγές ενός περίγυρου που πνέει τα λοίσθια. Θα μου άρεσε να μεταφέρω αυτά τα μπάζα, ένα πρωί, στην αίθουσα υποδοχής του Δημαρχείου του Γιάννη Τρεπεκλή, ο οποίος ηγείται της χαρούμενης επανάστασης των εργολάβων.


Στο μεταξύ, θεωρήστε τα σαν τα ένοχα υπολείμματα ενός προ πολλού δημοσιοποιημένου αίσχους, αυτής της ζοφερής συνειδητής αδιαφορίας για το κάθε τι που δεν προσφέρεται άμεσα ως καύσιμο των τουριστικών και κατασκευαστικών μηχανισμών. Θα πρέπει επίσης, σημειωτέον, να εκληφθούν ως απολύτως ενδεικτικά ολόκληρου του Καμπιέλου· η ομορφιά της πόλης μου είναι κρυφή και το κρυφό δεν κρατάει ψηλά τη θεαματικότητα. Περιπλανήθηκα εκεί πέρα αισθανόμενος την διφορούμενη οξύτητα της εμπειρίας του παρόντος, απόγνωση μαζί με αγάπη που αιμορραγούσε. Στον αέρα πλανιόταν η διάθεση του Ιερεμία, κάτι σαν παγωμένη κραυγή από μια ρωγμή της κοσμοπολίτικης μεσογειακής Ιστορίας, η οποία ξεριζώθηκε αφήνοντας στο χάσμα της ρίζας της ένα απόστημα. Το απόστημα αυτό, ως ομφαλό της ελληνικής κακοδαιμονίας, θα σκαλίσω την ερχόμενη Κυριακή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου